Το Φως που Θεραπεύει
«Χρυσές εποχές! μου είπες,
κοιτάζοντας την παλιά φωτογραφία.
Στη θεραπεία προσερχόμαστε όλοι,
Κι εσύ εδώ σταθερά!
Να ασχολείσαι με το χώμα!
Από το οποίο είναι φτιαγμένα όλα τα όνειρα, μεγάλα και μικρά.
Κοινός τόπος η Ευχαριστία…
Χωρίς αυτή όλοι μας αλαζόνες…
Φτωχοί ή Πλούσιοι.
Και τι απέμεινε σε μας;
Να ξεκινήσουμε για μια φορά ακόμα,
Να αποκαλύψουμε τον δρόμο που πηγαίνει,
Από τον Πόλεμο,
Στον Έρωτα»
«Εναρκτήριο ποίημα»
(Ελαφίνα, κάτω από τα Άστρα 2024, εμπνευσμένο από ένα διάλογο με τη Χρύσα Χατζηγιάννη)
Η ανθρώπινη φύση έχει νικηθεί. Ο Θάνατος έχει οργώσει την Ιστορία. Ο υπαρξιακός μας πόνος είναι η απώλεια της γοητείας για την γέννησή μας. Μια ζωή ξεκινάει όταν οι πρώτες ανάσες μας, τα πρώτα μας βήματα, το πρώτο βλέμμα που έθρεψε το Είναι μας, γέμισε τα σώθηκα μας, βαφτίστηκε στα λόγια Της! Η ζωή ξεκινάει όταν κάτι απαντάει στην ύπαρξή μας. Έτσι πήρε χρώμα το όνομά μας, πιάστηκε η πρώτη φαντασία μας στο «περίμενε» και στο «έρχομαι σε λίγο», μαλάκωσε το τσούκσιμο από το σύγκαμα με την προσωδία της φωνής Της. Μετά χάιδεψε το μάγουλο στον θηλασμό και εκείνος, ο πατέρας, «διάβασε» με τα δάχτυλά του όλη την ράχη μας, καθώς άτσαλα κι αγχωμένα προσπαθούσε να καταλάβει πως μπορεί να συνδεθεί με αυτό το νέο σύνθετο πλάσμα με τα δυο κεφάλια, που μπροστά του έμοιαζαν από πάντα γνώριμα κι ας μετρούσε μόνο ημέρες η γνωριμία τους: η μάνα και το βρέφος. Χάδια και πειράγματα, παραμύθια και παιχνίδι, γεννήθηκαν στον καθένα μας, οι συνδέσεις ανάμεσα στα δυο μας ημισφαίρια, τη λογική και το συναίσθημα, τις πληροφορίες και την επιθυμία, το περίβλημα και την περιχωρημένη ουσία! Όχι με τον ίδιο τρόπο για όλους και όχι για όλους. Για κάποιους πιο ασθματικά και για κάποιους πιο δημιουργικά και πλούσια…
Στο χθεσινό απόσπασμα του κατά Ματθαίον, ένας πατέρας αν και εκατόνταρχος, αξιωματικός δηλαδή του ρωμαϊκού στρατού σε μια εποχή μονοκρατορίας, με status (θέση δύναμης) δηλαδή κοινωνικό, οικονομικό και ικανότητα βίαιης επιβολής (όπλα και στρατιώτες), ικετεύει μπροστά στους «υποτελείς» του, έναν επί γης Θεό, υποτελής κι αυτός, τον Ιησού, και παρακαλάει να του θεραπεύσει το παιδί. «Ρίχνουμε» άραγε σήμερα «τα μούτρα μας» έστω και για το παιδί μας; Γεννάει ο πόνος μας Πίστη σε αγνώστους Θεούς; Στην γκλαμουριά του «δήθεν» μας χωράει κάτι πιο πάνω από την ιδέα για τον εαυτό μας; Για τις απόψεις μας; Για τις θεωρίες μας; Η «ικεσία» δεν είναι επιταγή, πρόσταγμα, δικαίωμα, απειλή, έκκληση στο αυτονόητο. Στην αγωνία της εφημερίας, οι τραυματισμένοι νάρκισσοι ξεχειλίζουν από οργή, τρομαγμένοι από την πραγματικότητα ότι «έχουν πέσει στην ανάγκη του Άλλου», έστω κι αν ο Άλλος είναι γιατρός ή θεραπευτής. Στα μοντέρνα μάτια μας οποιαδήποτε στάση «ικεσίας» είναι υποτιμητική, ευτελής, δουλική, αδύναμη, σιχαμερή!
«Αγαπώ» σημαίνει πορεύομαι προς το «όλον».
-Χωρίς το σκοτάδι της ανθρώπινης εμπειρίας, ζω αποχρώσεις φαντασίωσης.
-Χωρίς αποκάλυψη του φωτός και συμμετοχικότητα στην εκθαμβωτική ανθρώπινη δημιουργικότητα, ταυτίζω τον άνθρωπο με το σκοτάδι. Απελπισία, αποδόμηση, βίαιη εξόντωση.
Διαβάζω την εισαγωγή του Ρόλο Μέι (ενός από τους βασικούς υπαρξιακούς ψυχοθεραπευτές του προηγούμενου αιώνα) στην αγγλική μετάφραση του βιβλίου του Σαρτρ (Γάλλος Φιλόσοφος και Υπαρξιστής) «Υπαρξιακή Ψυχανάλυση» την κραυγή του και την κραυγή των μελετητών της ανθρώπινης ύπαρξης που βλέπανε το τέρας του Μηχανιστικού Ανθρώπου να συνθλίβει την ολότητα, να γεννά ψευδαισθήσεις παντοδυναμίας, να κόβει τον άνθρωπο σε μέρη, να ταυτίζει τον άνθρωπο με το συμφέρον, την ηδονή, τα υπάρχοντα, το τι «Έχω» και όχι το «τι Γίνομαι». «Βλέπανε» να πλησιάζει η εποχή με τις κενές λέξεις· εθελοτυφλεί συχνά ο μετα-μοντέρνος εαυτός μας, πνιγμένος στον εμετό της αυταρέσκειας, ζουμί τα πτώματα των νεκρών στους μακρινούς πολέμους, βίντεο για να περάσει η βαρεμάρα μας οι υπόλοιποι συγκάτοικοι ετούτης της Γης και μέχρι να φτάσει «στο δικό μας σπίτι» η φωτιά, αδιαφορία για ό,τι απαιτεί σκέψη: η αγάπη, η φιλαλληλία, η ψυχική υγεία, η προστασία της παιδικότητας, η ανάγκη ύπαρξης της εφηβείας, ο δομικός ρόλος στην κοινωνία των λειτουργικών μακροχρόνιων σχέσεων, η αναγνώριση της πείνας και της δίψας και του πόνου και του μόχθου του διπλανού μου, η φιλοσοφία, η θεολογία και η ανυπαρξία κοινού δημοσίου χώρου για τις συνάξεις μας, τα σπασμένα πάρκα και ο σύλλογος γονέων του σχολείου μας.
Τετάρτη βράδυ στα 1000 μέτρα υψόμετρο στην Ελαφίνα, οι δεκαπέντε κάτοικοι ενώνονται στο χορό με άλλους τόσους συνοδοιπόρους, που για χάρη μιας αγαπητικής τρέλας δέχθηκαν να εκθέσουν τον εαυτό τους σε κάτι πρωτόγνωρο, ποίηση και αυθόρμητα κείμενα πλεγμένα με το παραδοσιακό και το έντεχνο τραγούδι, ένα βουνίσιο μονοπάτι από τον Πόλεμο, τον κάθε πόλεμο, στον Έρωτα και το ελπιδοφόρο αλληλοπλέξιμο των χεριών στις σχέσεις και στα τραγούδια.
Το Φως που θεραπεύει είναι το Αποκαλυπτόμενο Φως. Αυτό που στεγάζεται μέσα και λαχταρά να βγει. Το Φως αυτό δεν είναι αντιβίωση να πουλιέται σε μπουκαλάκια. Δεν είναι περίσσευμα κάποιου να τριγυρνά και να περηφανεύεται ως μάγος αυτο-βαυκαλιζόμενος, πως το «χαρίζει». Δεν ανήκει σε κάποιον επειδή το ομολογεί ή το νιώθει. Δόθηκε χάρισμα απο τον Δημιουργό της Αγάπης, αρραβώνας κι υπόσχεση χαράς, μυρωδιά και γεύση από αυτό που μπορεί με την συνάντηση και με την γέννα και με την αγκαλιά και με το τρυφερό βλέμμα, να βλαστήσει. Ξαφνικά! Εκεί που οι άνθρωποι το πεθυμούν. Εκεί που οι άνθρωποι ακόμα το λατρεύουν. Εκεί που ο άνθρωπος αναγνωρίζει στο πρόσωπο του άλλου ανθρώπου το νόημα και την ελπίδα, το «ναι» στο «μαζί». Το Φως που θεραπεύει απαιτεί συνάντηση στον δρόμο, θέλει πορεία, να μετράει χιλιόμετρα το ξεβόλεμα από την ρουτίνα. Το Φως που θεραπεύει απαιτεί προσβολή στο «καθώς πρέπει» και απαιτεί ματιά στο «μέσα» του Άλλου.
Έχουμε την χαρά να βρισκόμαστε μια χούφτα ανθρώπων κάτω απο την Αγιά Σοφιά του Λονδίνου, στην Κρύπτη, μια φορά τον μήνα, βράδυ Κυριακής. Σήμερα τρύπωσαν μαζί με έναν από τους συμμετέχοντες νεαρούς και δυο παιδιά, προχωρημένης εφηβείας. Ζωηρά χρώματα μέσα στα μαύρα τους ρούχα, ο ένας Αφρο-Λονδρέζος και ο Άλλος Ανατολικοευρωπαϊκής καταγωγής. Εκκλησιάστηκαν το πρωί σε μια παραδιπλανή εκκλησία, κι ας βρέθηκαν έτσι ώρες μακριά από τα νότια προάστια και από γειτονιά με οργανωμένη την βία των συμμοριών. Στην άγρια εφηβεία τους και στις πιο άγριες γειτονιές μεγαλωμένα, παλεύουν Κυριακάτικα να φτάσουν στην εκκλησία και σαν έμαθαν ότι έχουμε σύναξη, ακολούθησαν και έφτασαν και σε εμάς. Στις δικές τους καρδιές ο κόσμος είναι ήδη όμορφος και όμορφα παντρεμένος, έχοντας την αλήθεια του πόνου τους παρονομαστή και έκθετη την αναζήτηση για την όντως αλήθεια. Κι ήταν τα μάτια τους όλο φλόγα, δυο ώρες κουβέντα, και βγάζαν τέτοιο Φως τα λιγοστά τους λόγια, που γέμισαν ελπίδα και οι τελευταίες μου λογικές στεναχώριες!
Ο υπαρξιακός μας πόνος είναι η απώλεια της γοητείας για την γέννησή μας. Για να αποκαλυφθεί το Φως, οφείλει να στεγνώσει η απελπισία, τα «δήθεν» της κοινωνίας μας.
Αλέξης Λάππας