Ο Δικός μου Γιατρός
Χρύσανθος Χρυσανθόπουλος (1939-2022)
Στις 2 Οκτώβρη του ‘22 έφυγε από τη ζωή ο γιατρός μου. «Ο κ. Χρύσανθος Χρυσανθόπουλος»! Στην ηλικία των 5,5 ετών θεωρούσα τα πάντα (όπως και σήμερα) σημαντικά· τέτοιο όνομα φανταζόμουνα ότι μπορούσε να έχει μόνο ένας «νοσταλγικός παραμυθάς» ή ένας άνθρωπος, που φορώντας μια μαγική ποδιά, μπορούσε να κάνει ένα ασθενικό παιδί να χορεύει. Τα πάντα ήταν μαγικά, ιδιαίτερα, ξεχωριστά! Ποτέ ο χρόνος δεν έφτανε να ολοκληρωθεί καμιά κουβέντα κι έμοιαζε να είναι ατέλειωτα τα θέματα που διάλεγε να μοιραστεί ο δικός μου γιατρός, ένιωθα και ήμουν στα μάτια του ένας σημαντικός συνομιλητής του, ήμουν ένας μαθητευόμενος στη ζωή μικρός άνθρωπος, γιατί αυτό ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του, έσφυζε απο ζωή, αγαπούσε τη ζωή και τα μυστήριά της και θα σκαρφιζόταν τους πιο παράδοξους συνδυασμούς για να «γουρλώσει» τα μάτια του και να πει «βλέπεις Αλέξη τι ωραία που είναι η ζωή»! Τα φάρμακα όταν τα χρειαζόμαστε είναι βιταμίνες, το άσθμα δεν μας σταματάει από την γυμναστική αλλά απαιτεί αστείες ασκήσεις για να δυναμώσουν τα πνευμόνια, η φαρμακευτική αγωγή νωρίς έγινε δική μου ευθύνη και σταδιακά τόλμησαν και οι γονείς μου να με αφήσουν (αγκαλιά με τη σακούλα μου με τα εισπνεόμενα και μη) να ταξιδεύω χωρίς τη συνοδεία τους σε εκδρομές και κατασκηνώσεις.
Ήμουν το πρώτο πελατάκι του στο φρέσκο ιατρείο, επί της Εγνατίας. Μόλις προσγειωμένοι (ανώμαλα) η οικογένειά μου από την Ινδιανάπολη των ΗΠΑ, τα πάντα στο ιατρείο του κ. Χρυσανθόπουλου μύριζαν αέρα αλλαγής! Πρέπει να είναι ο πρώτος ιατρός που έφερε στην πατρίδα μας έναν (άγνωστο ακόμα για πολλούς συναδέλφους μας ιατρούς), τρόπο επικοινωνίας με τον ασθενή, κάτι κοντά στην γονεϊκή διαδικασία του “transition facilitating behavior” – δηλαδή της ενημέρωσης για κάθε κίνηση του ιατρού και με επεξήγηση χωρίς ειδική ορολογία, του «πως» και του «γιατί», με σταθερότητα, πραότητα και χωρίς εκνευρισμό, από τον πρώτο έως τον τελευταίο εξεταζόμενο ασθενή, από την πρώτη έως την τελευταία μας κουβέντα, και στο ίδιο το παιδί ανεξάρτητα της ηλικίας του. Τα μικρόβια, τα ακάρεα και τα αλλεργιογόνα, οι βρόγχοι των πνευμόνων και τα βρογχιόλια, ήταν ζωγραφιές, ήταν σχέδια, έβγαζαν νόημα, αποκαθηλώνοντας το τερατώδες και τρομακτικό μιας ασθματικής κρίσης.
Πηγαίνοντας στην Μεγάλη Βρετανία το 2003 να εργαστώ ως ιατρός, συνάντησα ξανά το dictaphone (μικρό μαύρο κασετοφωνάκι) στο οποίο πεισματικά για αρκετά από τα πρώτα χρόνια ο κ. Χρυσανθόπουλος έγραφε τις παρατηρήσεις από την εξέταση και υπαγόρευε την ιατρική επιστολή που έστελνε στους συναδέλφους ιατρούς. Περνώντας τα χρόνια μοιραζόταν την πίκρα του για την σπασμένη επικοινωνία των Ελλήνων συναδέλφων, την βιαστική και συχνά ελλιπή ανταλλαγή πληροφοριών για τον ίδιο ασθενή και την αμφιθυμία τους να μοιραστούν τα ευρήματά τους με τους άλλους θεράποντες ιατρούς που διάλεγε μια οικογένεια.
Ήταν ιδιόρρυθμα αισιόδοξος και επίμονος στην αποκάλυψη των αιτιών των συμπτωμάτων. Διέθετε μια κλινική «διαθεσιμότητα», αμφισβητούσε ξανά και ξανά τη διάγνωσή του αν σε κάτι ήθελε να εμβαθύνει κι άλλο, ήταν πρωτοπόρος και ενήμερος, για παράδειγμα επί χρόνια κάναμε ειδική εισαγωγή της Θεοφυλλίνης, ενός φαρμακευτικού σκευάσματος που δεν κυκλοφορούσε ακόμα στην πατρίδα μας, από τις ΗΠΑ, ενώ δεν θα ξεχάσω την συνάντηση με τα υπόλοιπα παιδιά του ιατρείου άσθματος, στις δοκιμές της Σαλβουταμόλης στο παλιό κτήριο του νοσοκομείου Αγίας Σοφίας, όταν ξεκινούσε η αδειοδότηση του σκευάσματος στην Ελλάδα.
Είχε μια ιερή «τρέλα» με την επιστήμη. «Αλέξη αν δεν είσαι ερωτευμένος με την Ιατρική, μην πας». «Να σε τρελαίνει να θέλεις να μάθεις, να μην νιώθεις κούραση να εξετάζεις ανθρώπους». Στο χώρο του γραφείου του και αργότερα στο σαλόνι της αναμονής, ένας ιδιαίτερος πίνακας με τέσσερεις νέους, χλωμά πρόσωπα, αγχωμένα, δυο αγόρια και δυο κορίτσια, σχεδόν σαν αγιογραφία επέβλεπαν το χώρο. «Είναι οι μαθητές πριν τις εξετάσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο» συχνά μου εξηγούσε, το άγχος που ζούνε τότε πίστευε ότι καθορίζει την ενήλικη ιδιοσυγκρασία των μελλοντικών επιστημόνων.
Η Ειδικότητα που έφερε από την Αμερική τότε, ήταν για τα ελληνικά δεδομένα επαναστατική. Η παιδιατρική αλλεργιολογία έμοιαζε να είναι μια τόσο ενδιαφέρουσα ειδικότητα όταν την περιέγραφε ο κ. Χρυσανθόπουλος. Σαν ιεροτελεστία, κάθε εβδομάδα και για χρόνια, ένα δίωρο θα το περνούσαμε στο ιατρείο, καθώς η θεραπεία απευαισθητοποίησης (εισαγόμενη και πανάκριβη τότε από τις ΗΠΑ) ήταν η μεγαλύτερη ανακούφιση στο σοβαρό αλλεργικό άσθμα. Μέσα στα χρόνια χτίστηκε η σχέση. Άνοιξε η θεματολογία. Κοινός και ο καημός μας και για την Πίστη και κυρίως το πάθος του για τον Χριστιανικό Μυστικισμό, θα έφερνε ιστορίες από τα ταξίδια του στα γεροντάκια του Αγίου Όρους στις σπηλιές και στις υπαρξιακές του αναζητήσεις, στις αμφισβητήσεις, στην απλή αγάπη του για το αναμμένο καντηλάκι και στην προσπάθεια γεφύρωσης με τους ανθρώπους με διαφορετική κοσμοαντίληψη.
Δεν με έβαλε ποτέ στην προσωπική του ζωή με λεπτομέρειες, αυτό είναι άλλο πλαίσιο, ένας αφοσιωμένος στους πολλούς άνθρωπος, είναι σίγουρα δυσκολότερος στο δυαδικό μιας στενής σχέσης. Διαχρονικά θα επικοινωνούσαμε και θα μοιραζόταν ή και θα μου εξομολογούνταν τις αλήθειες του. Και μια από αυτές, μου φώτισε πολλά:
Επιστρέφοντας από την Αγγλία και ολοκληρώνοντας την Παιδοψυχιατρική βρεθήκαμε. Καμάρωνε. Γνώριζα ότι αρχές της δεκαετίας του ‘80 χωρίς εξειδικευμένους παιδοψυχιάτρους στην πόλη μας (Θεσσαλονίκη) ο κ. Χρυσανθόπουλος αναζητούσε συνεργασία με ειδικούς ψυχικής υγείας για την φροντίδα των παιδιών που υπέφεραν από άσθμα, χωρίς δυνατά αποτελέσματα. Το άσθμα με έντονη την ψυχοσυναισθηματική εμπλοκή τόσο στην έκλυση των συμπτωμάτων όσο και στην εμφάνιση της κρίσης, ήταν λογικό να με ευαισθητοποιήσει προς την κατεύθυνση της Παιδοψυχιατρικής. Η αποκάλυψη του ίδιου ότι αυτή ήταν η ειδικότητα για χάρη της οποίας ξενιτεύτηκε τη δεκαετία του ‘60 στην Αμερική, με άφησε άφωνο. Πάλεψε για να κερδίσει το δικαίωμα να μπει στο εκπαιδευτικό της πρόγραμμα. Ήταν ωστόσο «κλειστή» η κάστα ακόμα των παιδοψυχιάτρων σε πολλά εκπαιδευτικά νοσοκομεία των ΗΠΑ. Ήταν ο «ξένος» και η αμερικανική κοινωνία δεν είχε ανοίξει στην αποδοχή μιας ξενικής προφοράς των αγγλικών. Αριστούχος και επίμονος όπως ήταν του προτάθηκε ως συναφής ειδικότητα, η αλλεργιολογία, την οποία και αγάπησε. Ήταν καινούργιος τομέας και ο ίδιος την υπηρέτησε έχοντας πάντα στο νου του και το ρόλο ή την ματιά ενός παιδοψυχιάτρου. Αυτό ήταν το μυστικό της τρυφερής του παιδιατρικής φροντίδας. Έκρυβε πάντα μέσα του τον πόθο και το πάθος της ψυχικής διάστασης των παιδικών βιωμάτων, το εντύπωμα – το ίχνος- του συμπτώματος στον ψυχισμό του παιδιού και την αποκάλυψη του συναισθηματικού τραύματος μέσα από την (σωματική) συμπτωματολογία.
Μου τηλεφώνησε όταν έκλεινε οριστικά το ιατρείο. Καθίσαμε να κοιτάζουμε το εξεταστικό κρεβάτι πριν το φορτώσω με τον αδελφό μου στο αγροτικό του αυτοκίνητο. Το ίδιο αυτό κρεβάτι στο οποίο βδομάδα στη βδομάδα για χρόνια εξεταζόμουν. Μπαλωμένο και επισκευασμένο. Ένα ιδιαίτερο μεταβατικό αντικείμενο, ένας διάμεσος χώρος ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που η ασθένεια έγινε η αφορμή για την υπαρξιακή τους συγγένεια. Κοιτάζοντάς το δεν βλέπω το άρρωστο παιδάκι. Βλέπω την ιστορία ενός ιατρού που αγάπησε το παιδί και αποφάσισε να το σηκώσει από το κρεβάτι της αδυναμίας του (α-σθένιας). Ελπίζω στο ελάχιστο κάτι από την ιερή του τρέλα να κληρονομήσαμε όσοι φροντιστήκαμε από τα χεράκια αυτού του ανθρώπου.
Ο Θεός που τόσο ο ίδιος αγάπησε, να φροντίσει την ψυχούλα του, όπως αυτός φρόντισε εμάς.
Αλέξης Λάππας