Εκεί που δεν φτάνει ο ήλιος. Βγήκαν τα παιδιά μας από την εμπειρία της καραντίνας;
“With the end of uncertainty there came the uncertainty of the end”, («Με το τέλος της αβεβαιότητας κατέφθασε η αβεβαιότητα για το τέλος»)
Victor E. Frankl
Καθώς το καλοκαίρι κορυφώνει την διάθεση για διακοπές, μια μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού μετακινήθηκε προς πλησιέστερα ή γραφικότερα παραθεριστικά μέρη. Η τραγικότητα των πυρκαγιών ή η συνεχής αναφορά στον αριθμό κρουσμάτων του κορονοϊού, μοιάζει να μην μπορεί να αναχαιτίσει την λαχτάρα για την διακοπή της ρουτίνας, την αίσθηση ελευθερίας στην ενατένιση του πελάγους, την εκτονωτική ένταση του βραδινού χορού στα καλοκαιρινά club, το μεθύσι της καλοκαιρινής ξεγνοιασιάς, έστω και για λίγες μέρες, σε παραλίες και ταβερνάκια.
Στον ενήλικα εγκέφαλο, λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένα, χαμηλώνει ο βόμβος του άγχους για τις οικονομικές δυσχέρειες ενός χειμώνα που απειλεί με το κόστος της ενέργειας, ενώ μέχρι και ο πόλεμος στην Ουκρανία «αντέχεται» και δεν τρομάζει όσο πριν μόλις λίγους μήνες. Ξεκούραστοι και ξανανιωμένοι θα επιστρέψουμε με τις οικογένειές μας στις πόλεις μας, περιμένοντας το σχολικό κουδούνι να καλέσει παιδιά και εφήβους σε μια ακόμη δημιουργική εκπαιδευτική χρονιά. Ή όχι;
Οι ενήλικες αποφασίζουμε: είναι ώρα για διακοπές· είναι ώρα για δουλειά. Είναι άραγε η ανθεκτικότητα που επιτρέπει αυτήν την στροφή της σκέψης και τον αποπροσανατολισμό από τα καθημερινά άγχη, είναι μήπως μια ανάγκη για ξεκούραση από την υπερκορεσμό σε πληροφορία ή απλώς πρόκειται για μια ακόμα αμυντική άρνηση να «ζυγιαστούν» τα πράγματα σε μια «πραγματική» βάση;
Διαθέτει δηλαδή ο ενήλικας την δυνατότητα να διαμορφώνει την συναισθηματική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία υπάρχει, που μπορεί άλλοτε να συντονίζεται και άλλοτε να αγνοεί την περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα. Και κοντά σε αυτούς, οι μαθητευόμενοι μάγοι, παρέες νεαρών μετεφήβων, δηλώνουν “yolo” (you only live once, δηλαδή μια ζωή την έχουμε…) και διεκδικούν μια γωνιά στο καλοκαιρινό ξεφάντωμα χωρίς μάσκες, τεστ και έγνοιες. Και ίσως αυτό να είναι και σημαντικό, το αυτεξούσιο δηλαδή ενός ανθρώπου, που θέλει να ξαναβιώσει μια εμπειρία που να μην θυμίζει το σκοτάδι των αλλεπάλληλων κρίσεων του παγκόσμιου κοινωνικού ιστού.
Μα είναι τα παιδιά και οι έφηβοι το ίδιο; Σε μια χαλαρή βραδινή συζήτηση με φιλικά ζευγάρια, κάνοντας μια ανασκόπηση της χρονιάς που πέρασε, κάτω από το βραδινό δροσερό αεράκι που έσταζε γεύση πεύκου στην παραθαλάσσια συζήτησή μας, αρχίζουμε να ακουμπάμε αυτό που αφήσαμε πίσω μας πριν τις διακοπές. Το αφήσαμε πίσω μας χρονικά και δεν θα το ξαναβρούμε ή μήπως το αφήσαμε και μας περιμένει όταν ο ήλιος καλυφθεί από τα πρωτοβρόχια του Σεπτέμβρη;
Η συζήτηση αποκαλύπτει το πρόσφατο πένθος ενός από τα ζευγάρια, όπου συγγενικός τους νέος αυτοκτόνησε, αναβιώνοντας στη βραδινή κουβέντα την ένταση της εμπειρίας όταν «έσκασε» η είδηση μέσα στην νύχτα, τον πόνο των γονιών και την αλληλοϋποστήριξη που χρειάστηκε. Εκείνη την νύχτα από το δωμάτιό του, ο έφηβος γιος της οικογένειας παρακολουθεί σιωπηλά το τι διαδραματίζεται.
Γύρω από τόσο τραγικά γεγονότα μοιάζει να πέφτει σύντομα μια σιωπή και πολλά ερωτήματα μένουν αναπάντητα. Και ενώ παραμένει τρομακτικό το να ανοίξουν ξανά τέτοια συζήτηση οι ενήλικες της παρέας, κάπου εκεί έρχεται η αναστοχαστική ερώτηση: «πως άραγε να βίωσε ο έφηβος γιος αυτήν την εμπειρία»; Φαίνεται να είναι πιο εύκολο να υποτεθεί ότι προχωράμε και φαίνεται δύσκολο να ανοίξουμε την συζήτηση ή και τον διάλογο, για το τι ζήσαμε όλοι μαζί, οι υπεύθυνοι μεγάλοι και οι παρατηρητικοί έφηβοι.
Θα αναφερθώ σε δυο από τις μυστικές μαχαιριές που σχίζουν ψυχοσυναισθηματικά τους ανήλικους ανθρώπους και αφήνουν τραύματα που «χαίνουν», δηλαδή τραύματα που μένουν ανοικτά, που δεν μπορούν εύκολα να κλείσουν – να φτιάξουν έστω μια ουλή, να πάψουν να «δίνουν» πύον και πόνο, σε συμβολικό και ενδοψυχικό επίπεδο, για παιδιά και εφήβους που επιβίωσαν μιας κρίσης σαν την πανδημία και τον εγκλεισμό του κορονοϊού. Η πρώτη αφορά την αποσταθεροποίηση του «κρατήματος» απο την σιγουριά του κόσμου των ενηλίκων και η δεύτερη αφορά αυτήν την εσωτερίκευση, την ενσωμάτωση με βεβαιότητα στην ζωή, μιας εμπειρίας βίαιης που έζησε συλλογικά η κοινωνία.
Το κράτημα για το παιδί και τον έφηβο έχει να κάνει με την εμπειρία ασφαλούς δεσμού με την «βάση» του, την εστία του, εκεί από όπου ξεκινά και εκεί όπου επιστρέφει. Το σπίτι με την συναισθηματική έννοια, τους γονείς, τους φροντιστές. Στο βαθμό που η κεντρική σχέση με έναν ή περισσότερους φροντιστές λειτουργεί, το παιδί γνωρίζει βιωματικά ότι παρά τις όποιες καθημερινές αντιξοότητες, υπάρχει εκεί τουλάχιστον ένα ζευγάρι ενήλικα μάτια και μια αγκαλιά, να χωρέσουν επιστρέφοντας στο σπίτι, την αγωνία και το άγχος, χωρίς κριτική και σύγκριση, από ό,τι μπορεί να τάραξε εκεί έξω το παιδί.
Η βεβαιότητα για ένα παιδί ότι «παρά τους καβγάδες μας, με περιμένει εκεί» η μάνα, ο πατέρας ή ο ανάδοχος και ο φροντιστής, του επιτρέπουν να έχει αυτοπεποίθηση να τολμήσει το άνοιγμα στην κοινωνία και την ζωή. Αντίστοιχα η επιτυχημένη διορθωτική κίνηση μεταξύ γονέα και παιδιού, επιτρέπει την καλλιέργεια της αυτοεκτίμησης και την απουσία ανάγκης για επιβράβευση στον τυχαίο και άγνωστο ενήλικα εκεί έξω. Το κράτημα αυτό με εμπιστοσύνη είναι μια από τις πιο δυνατές εμπειρίες που μπορούμε να αποκαλέσουμε «εμπειρία αγάπης».
Σίγουρα η ιδιοσυγκρασία του κάθε ενηλίκου προσώπου διαφοροποιεί την εμπειρία και η κρίση είναι κομμάτι αυτής της διαδικασίας. Άλλοτε η προκλητικότητα του παιδικού πειραματισμού γεννά συμπεριφορές που δοκιμάζουν τις αντοχές του γονέα. Άλλοτε είναι η ίδια συναισθηματική κατάσταση του ενήλικα που δοκιμάζεται από τα δικά του ζόρια, με αποτέλεσμα να έχουμε όλοι μας γευτεί την πίκρα της ματαίωσης ότι στον πόνο μας κάποιος αντί να μας στεγάσει, μας «έκραξε» και στο φόβο μας αντί να μας σταθεί, μας υποτίμησε.
Έχει διαφορά ωστόσο η εμπειρία της καθημερινής ρήξης και αποκατάστασης των σχέσεων ανάμεσα σε γονείς και παιδιά και στην μακροχρόνια εμπειρία όταν οι γονείς μου λείπουν σταθερά από τη σχέση. Όχι σωματικά. Όχι γιατί δεν θέλουν να είναι εκεί. Αλλά να λείπουν συναισθηματικά στην περίοδο, για παράδειγμα, μιας πανδημίας, επειδή έχουν καταληφθεί οι ίδιοι από το άγχος και την αβεβαιότητα σε κοινωνικό επίπεδο (επάγγελμα, οικονομικός βιοπορισμός), σε βιολογικό επίπεδο (κίνδυνος υγείας, φόβος θανάτου από υποκείμενα νοσήματα) ή σε συναισθηματικό επίπεδο (απόσταση από αγαπημένα πρόσωπα και σχέσεις, εγκατάσταση άγχους υγείας και φόβου θανάτου).
Ένας τρομαγμένος γονιός αυξάνει το άγχος του παιδιού, αντιδρά έντονα στην αντίδραση του εφήβου και η σχέση αρχίζει να βασίζεται αντί στην κατανόηση- σε εντολές, αντί σε όρια – σε κανόνες και επιτακτική φρασεολογία, αντί σε τρυφερότητα – σε απόρριψη. Το παιδί και ο έφηβος γιος ή κόρη ενός αποσταθεροποιημένου ενήλικα, «μαζεύονται», αποφεύγουν να αποκαλύψουν τις ενδόμυχες σκέψεις και θεωρούν πως η ΣΙΩΠΗ τους είναι μια πράξη φροντίδας προς τον τραυματισμένο γονιό. Στην νέα καθημερινότητα θα φαίνεται πως όλα λειτουργούν αλλά μυστικά φωλιάζει πλέον η πεποίθηση στην ψυχοσυναισθηματική δομή του παιδιού και του εφήβου, ότι ο γονιός και ο κόσμος που αυτός εκπροσωπεί «δεν είναι για πολλά ζόρια».
Κίνητρα και στόχοι αμφισβητούνται. Και αν τολμήσει ένας ενήλικας να υπερτονίσει τα θετικά της ενσωμάτωσης σε μια ενήλικη κοινωνία για παράδειγμα μέσα από την εργασία ή τις σπουδές, θα δει (χωρίς να γνωρίζει γιατί) ένα μικρό μειδίαμα ή ειρωνία από μέρους των εφήβων. Τίποτα δεν είναι σίγουρο αρκετά για να αξίζει τον κόπο…
Η κοινωνία είναι μήτρα. Μέσα σε αυτήν συνδιαμορφωνόμαστε όλοι μας. Αυτό συμβαίνει άσχετα από τη δική μας συνειδητή επιλογή να μετέχουμε σε συλλογικότητες και σε κοινωνικούς αγώνες, ή να αποσυρόμαστε στις κοινωνικές μας υποομάδες ή την κλειστή μας ατομικότητα. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και οι μικρότερες κοινωνικές ομάδες που λέγονται γειτονιές, σχολικές κοινότητες ή ακόμα και οι οικογένειες, οποιασδήποτε παραδοσιακής ή μετα-μοντέρνας μορφής. Η μήτρα της κοινωνίας δεν μπορεί να ταΐσει τον κάθε ένα από εμάς με κάτι διαφορετικό από αυτό το ζουμί που μέσα του η ίδια κολυμπά. Πανδημία θα πει ασθένεια και ασθένεια θα πει θάνατος που καραδοκεί πίσω από την φθορά. Η ίδια η φύση της ασθένειας έχει χαρακτηριστικά παραβίασης για την υγεία του ανθρώπου.
Ο θάνατος έχει χαρακτηριστικά βίαιης ανατροπής του δώρου της Ζωής! Μια κοινωνία σε πανδημία είναι μια κοινωνία που βιώνει μια βίαιη ανατροπή των δεδομένων. Δεν είναι τυχαία η παρατήρηση πως σε μια κοινωνία που έχει επιλέξει εκπροσώπους χωρίς κριτήρια σοφίας και ωριμότητα στις πράξεις τους, οι ίδιοι αυτοί οι υπεύθυνοι της εξουσίας, μετατρέπουν την δύναμη που τους έχει δωθεί σε βίαιη απάντηση ελέγχου και επιβολής όταν βίαια αποσταθεροποιηθούν όσα είχαν προγραμματίσει.
Είναι σημαντικό να τολμήσουμε την αποκωδικοποίηση των όρων μέσα στους οποίους λειτουργήσαμε για χρόνια τώρα ως Ελληνική ή Ευρωπαϊκή κοινωνία.
Αν η κρίση της πανδημίας χαρακτηριστεί ως πόλεμος, τότε και η απάντηση είναι πολεμική, επιθετική, παράγει δηλαδή επίσης θάνατο! Και αν συνυπολογίσουμε πόσες κρίσεις (οικονομική, κοινωνική, προσφυγικό) έχουν αναγνωριστεί ως υβριδικές μορφές ενός ιδιότυπου πολέμου, τότε επιστήμη και πολιτισμός λειτουργούν ανελεύθερα μέσα από μια διαδικασία χειραγώγησης και υπηρέτησης ενός «σωτηριολογικού» μηχανισμού. Το διαφορετικό απειλεί, προδίδει. Η συνεργασία ονομάζεται συστράτευση και οι ιατροί από θεραπευτές γίνονται επιστρατευμένοι υπάλληλοι! Γιατί έχουν νόημα αυτά για τα παιδιά μας; Γιατί οφείλει με σεβασμό η παγκόσμια και εντόπια παιδοψυχιατρική κοινότητα να μελετήσει το τι συμβαίνει; (Έχουν ξεκινήσει αρκετές τέτοιες μελέτες συσχέτισης της πανδημίας με την επίπτωση στην ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων). Επειδή τα παιδιά και οι έφηβοι ως το πιο ευαίσθητο κομμάτι αυτής της κοινωνίας, γίνεται φορέας και αποκαλύπτει αυτή τη βία!
Η διολίσθηση της παιδικής και εφηβικής ζωής στη βία έχει τουλάχιστον δυο μορφές: τη μορφή της βίας προς τον ίδιο τον εαυτό, αυτοκαταστροφικότητα, πράξεις μεγάλου ρίσκου και κινδύνου, τελικά αυτοκτονία. Έχει και την μορφή της βίας προς τον άλλον, bullying, οργάνωση σε «ασφαλείς» ομάδες γκετο, οπαδισμός, μαχαιρώματα, βιασμοί, δολοφονία! Οι γειτονιές διεκδικηθήκαν και συχνά ολόκληρες πόλεις αποτελούν ανασφαλείς περιοχές για τους νεαρούς που δεν ενσωματώνονται στις βασικές ομάδες βίαιης αλληλοϋποστήριξης.
Το διαδίκτυο αποτελεί ασφαλή τόπο της διαπραγμάτευσης με τη βία. Εδώ πλέον το συναίσθημα που διακατέχει τον παίκτη ενός παιχνιδιού με πυροβολισμούς και δολοφονίες συντονίζεται με την επιθυμία στον πραγματικό κόσμο! Να μπορούσα να τους έδερνα, να τους κατέστρεφα! Εγώ τους άλλους, εμείς τους άλλους, όλοι προς όλους, πόλεμος προς όλους. Χάνεται η αίσθηση της παράλογης χρήσης βίας.
Είναι ζητούμενο αν μπορούν παιδιά και έφηβοι να κινηθούν έξω από αυτήν την εμπειρία της αποσταθεροποίησης των σχέσεων εμπιστοσύνης και της επιλογής της βίας, χωρίς αληθινή αναφορά στο τι έχει συμβεί. Δεν είναι μονόδρομος φυσικά αλλά απαιτεί ειλικρινή και τρυφερή προσέγγιση από τον ενήλικα που πονάει την νέα ζωή, για να συμπορευτεί με τα παιδιά και τους εφήβους έξω από το σκοτάδι του ψυχισμού τους. Το κορμί μπορεί να επισκεφτεί μια παραλία και κάτω από τον ήλιο να καταναλώσει αρκετό παγωτό. Αυτή η εμπειρία αφήνει αμέτοχη την συναισθηματική πραγματικότητα αν κάποιος δεν την κουβαλήσει μαζί του.
Δεν είναι ποτέ αργά για το καλό! Δεν μένουν ποτέ τα παιδιά και οι έφηβοι αδιάφοροι σε κάτι που αυθεντικά και σταθερά θέλει να τους φροντίσει! Γονείς και εκπαιδευτικοί έχουμε να σκύψουμε με ανοιχτές προτάσεις στην πρόσκληση μοιράσματος της εμπειρίας όχι ενός αλλά τριών ολόκληρων ετών. Ανοιχτή ερώτηση είναι αυτή που δεν απαντιέται με «ναι» ή «όχι» και μοιάζει με πρόσκληση.
Συμπόρευση σημαίνει συναισθηματικό μοίρασμα. Όχι της δικής μας απογοήτευσης. Δεν αντιστοιχεί στο παιδί μας να κουβαλήσει αυτή την πίκρα. Αλλά της δικής μας συναισθηματικής αναγνώρισης του δικού του κόπου και δρόμου! Η δική μας εμπειρία μπορεί να εμπνεύσει όταν είναι αληθινή και οδηγεί στη σχέση.
Αυτό είναι το μέτρο για το παιδί και τον έφηβο. Ο ενήλικας που μόνος παλεύει και τα ξέρει όλα απορρίπτοντας και κρίνοντας κυβερνήσεις, θεούς και γείτονες, είναι ένας απομονωμένος άνθρωπος στα μάτια του παιδιού, ένας μεγάλος αδικημένος. Ή θα συμμαχήσει στην αντεκδίκηση ενάντια σε μια κοινωνία που μας πρόδωσε ή θα μας αφήσει στην μοίρα μας, απομονωμένο και αυτό να ψάχνει δρόμους ελπίδας μέσα από διαδικτυακές υποσχέσεις «είσαι το πιο υπέροχο πλάσμα που έχω (διαδικτυακά;) συναντήσει! Στείλε μου τώρα μια φωτογραφία σου. Άνοιξε την κάμερα να σε δω!».
Η κοινωνία δεν μπορεί να μας προδώσει γιατί είμαστε αναπόσπαστοι συνδημιουργοί της. Αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν χωρίς εμάς γιατί την δύναμη της αλλαγής μας μόνο εμείς μπορούμε να την παραχωρήσουμε (συχνά ανεύθυνα) στους άλλους. Το «κακό» που παρατηρούμε στην κοινωνία και ο πόνος των παιδιών μας, είναι αφορμή για επανεκκίνηση.
Ζητήστε να συνδράμετε τις συλλογικές προσπάθειες που μέσα από τα σχολεία και τις πολιτιστικές δημιουργικές εξωσχολικές δραστηριοποιήσεις, θα δώσουν στα παιδιά σας χώρο για έκφραση και προβληματισμό.
Απαιτείστε από τον εαυτό σας ποιοτικό χρόνο να ακούστε τι βίωσαν ή πως το βίωσαν τα παιδιά σας για ό,τι έχει προηγηθεί. Καθίστε δίπλα τους στο ηλεκτρονικό παιχνίδι να ακούστε τι νιώθουν μέσα στην έξαψη της μάχης με τον «εχθρό».
Ξοδέψτε τρυφερά και άφθονα «να με συγχωρείς» στο δρόμο για την αποκατάσταση της σχέσης. Ελπίστε! Όχι γιατί ο ήλιος ζέστανε την αμμουδιά. Αλλά γιατί η αγκαλιά σας μπορεί να ζεστάνει κάποιον!
Το παραπάνω άρθρο είναι δημοσιευμένο στη Huffingtonpost στον σύνδεσμο (link)