Επιστροφή στο «σ’ αγαπώ»
Αναχώρηση από το δωμάτιο ψυχοθεραπείας του παιδικού χωριού. Στους τοίχους ζωγραφιές παιδιών από δεκαετίες θεραπευτικών εμπειριών, πριν, τώρα και μετά από «εσένα». Στους τοίχους εξομολογήσεις και διαπραγματεύσεις αλλοίωσης των θεραπευτών· η εμπειρία συνάντησης με την παιδική ειλικρίνεια σκοτώνει την βεβαιότητα του ενηλίκου τρόπου. Αν δεν πιστεύεις στο θαύμα της αποκάλυψης, ουσιαστικά δεν πιστεύεις στην αποκάλυψη των σχέσεων.
Μπήκε μέσα με αυτή την ανεπαίσθητη αδιαφορία μιας παιδικής ξεγνοιασιάς. Μπορεί να έτρεχε πριν λίγο μέχρι το σούρουπο με άλλα παιδιά. Ο ιδρώτας του μυρίζει την νίκη της παιδικότητας πάνω στον καύσωνα που συμμάζεψε ενήλικες και παρκαρισμένους κάτω από τα αιρ-κοντίσιον. Ξαπλώνει στο πολύχρωμο πολυθρονάκι, αδιαφορώντας για τις μπογιές και τα χαρτιά ζωγραφικής. Κοιτάζει το ταβάνι. Κλείνει τα μάτια του και στα 9 του χρόνια ταξιδεύει στην καρδιά του. Μιλάει για τον κόσμο μέσα του. Για αυτά που ξέρει. Εικόνες, βιώματα, αλήθεια και όνειρα ενώνονται φυσικά. Προτείνω λέξεις και αυτός συνειρμικά αντιπροτείνει, στη λέξη «χρώμα», τη λέξη «κόκκινο», στην λέξη «μαμά» τη λέξη «τσιρίδα». Έκπληξη! «Γιατί χαίρομαι». «Γιατί με αγαπά». Μέσα του; «Δεν έχω αγάπη». Καταπίνει έναν λυγμό· «τίποτα». Έχει «τίποτα» και «πολλά». «Πόνο», «στεναχώρια», «νευριάσματα», «όνειρο»… θυμάται «κάτι που μοιάζει με γάλα», είναι ζεστό, το ανακατεύουν και το έδινε μια «γιαγιά» που δεν έχει άλλο όνομα, απλώς «γιαγιά ενός μωρού».
Η αγάπη είναι το ζητούμενο. Όταν ένα ερωτευμένο ζευγάρι υπόσχεται το «σ’ αγαπώ», δεν γνωρίζει μέσα στην αναίδεια των νιάτων του, πως η αγάπη δεν είναι συναίσθημα. Δεν είναι κάτι που βιώνεται συμπερασματικά. Είναι υπόσχεση αποδοχής αυτού που δεν έχει έρθει ακόμα.
Προχθές μιλούσα με τα εφηβάκια μου. Φίλος είναι αυτός που έχει συγχωρεθεί προκαταβολικά πριν την αίσθηση απάτης. «Είμαι εδώ» θα πει, «θα είμαι εδώ όταν μου αποκαλύψεις αυτό που σήμερα δεν βλέπω».
Η απόγνωση του ανθρώπου είναι η απόγνωση του παιδιού που κανείς δεν ήταν εκεί για τα περισσότερα ή τα λιγότερα που βίωσε και καταγράφηκαν μέσα από τα δικά του παπούτσια. Το «για τα πάντα» είναι υπερφυσικό. Αφορά την υπαρξιακή κοσμοθεωρία. Η βεβαιότητα αγάπης δεν κρίνεται στην ποσότητα αλλά στον τρόπο απέκδυσης και παραίτησης του ενήλικα από την φυσική του δικαιολογία, από την αυτονόητη αυτοδικαίωση. Όχι επειδή έχει κατακτήσει ενσυναισθηματικά την κατανόηση του άλλου, αλλά επειδή αναγνωρίζει ότι δεν το έχει κατακτήσει. Αυτό είναι η μετάνοια του γονέα. Αυτό είναι η αγάπη του, το «να με συγχωρείς που ένιωσες το κενό», που ταλαντεύτηκες.
Η αγάπη είναι κατάδυση στο άγνωστο χωρίς αναπνοή. Είναι η αίσθηση ότι προς τα εκεί βρίσκεται ο τόπος που «σου είχε υποσχεθεί» η επανασύνδεση με τον μετανοημένο γονέα. Παιδιά ατσαλάκωτων γονέων παλεύουν να πετύχουν την διαστροφική α-συναισθηματική τελειότητα. Παιδιά αμετανόητων γονέων παλεύουν να ρυθμίσουν την έξω και μέσα Ειρήνη με την μηχανιστική ισορροπία των σκέψεων, αυτοτιμωρητικά και εκδικητικά…
Και εμείς; Γονείς και Θεραπευτές ελπίζουμε πως θα μας συγχωρέσουν παιδιά και θεραπευόμενοι για την αμυντική μας οχύρωση στη διαπίστωση χωρίς συναίσθημα, στην πρόταση που έγινε «κήρυγμα» από άμβωνος. Κενά λόγια. Η ελπίδα; Πως θα προλάβουμε στην τσαλακωμένη πορεία αποκατάστασης να αγαπήσουμε τους συνοδοιπόρους της ζωής μας, γονείς, συντρόφους, συντροφιές. Ποιος καύσωνας μπορεί να κάψει τότε περισσότερο από την «τσιρίδα» της βεβαιότητας ότι κάποιος «με αγαπά»;
Αλέξης Λάππας