Ατενίζοντας τον Άθωνα

Στην κορφή του το εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Την εποχή που ακόμα στον κόσμο κατοικούσαν ανθρώπινα πλάσματα φθαρτά και πεπερασμένα, οργωμένα από τα πάθη και τις ασθένειες, υπάρξεις φλεγόμενες για ελπίδα, διατηρούνταν το δικαίωμα στην ειλικρίνεια της ομολογίας, πως μπορεί να υπάρχει κάτι έξω από τον έλεγχο της συγκερασμένης λογικής μας.

Εμείς σήμερα, απόγονοι του μηχανιστικού υπερανθρώπου, κρατάμε από την συνάντηση με τον εαυτό μας, με τον άλλον και με τον κόσμο, μόνο ό,τι μπορεί να γεμίσει τους υποδοχείς των 5 βιολογικών μας αισθήσεων. Δεν είναι μόνο οι νοσταλγοί μιας ουράνιας βασιλείας, αυτούς που σήμερα αποκαλούμε «πατέρες της εκκλησίας» που από περαστικοί και πρόσφυγες αυτού του κόσμου, οι απόγονοί τους γίναμε θρησκευτική εξουσία. Είναι κάθε πλάσμα ανθρώπινο που μπόρεσε να διεισδύσει σε μια άλλη αλήθεια, πέρα από την επιφανειακή μας «αλήθεια» και μπόρεσε να παράξει έναν λόγο διαφορετικό, να εμπνεύσει κάτι παραπάνω από το «έχεις ψωμί ζεις, δεν έχεις πεθαίνεις», που η θεωρία του γδάρθηκε και φορέθηκε στα μέτρα του σύγχρονου διαμελισμένου παχύσαρκου σε πληροφορίες ανθρώπου. Φιλόσοφοι, καλλιτέχνες και θεραπευτές, αποξηραίνεται η κοσμοθεωρητική τους πρόταση, σε τσιτάτα κατανάλωσης και εμπορευματοποίησης. Από τον Άγιο κρατήσαμε το μαγικό χάνοντας την αγάπη, από τον Φιλόσοφο κρατήσαμε το δικαίωμα στην ατομική αλήθεια, αφήνοντας το ερώτημα που γέννησε την φιλοσοφία (τι είναι ο θάνατος) και από τον Φρόυντ το κομμάτι της ενόρμησης που πασχίζει να εκτονωθεί, αφήνοντας από έξω το κομμάτι της λίμπιντο που διψά για ολοκλήρωση.

Για να υπάρξει χώρος για μεταμόρφωση, οφείλει να ομολογηθεί μέσα μας, ο πόνος μιας σάρκας που πεινάει πέρα και πάνω από την τροφή που φτάνει στο στομάχι. Για να υπάρξει λαχτάρα αλλαγής οφείλει να ομολογηθεί ο πόνος μιας ζωής που πεθαίνει πέρα και πάνω από την υγεία που μετριέται με αντισώματα. Αν η ερώτηση παραμένει «γιατρέ εμείς πρακτικά τι να κάνουμε», η απάντηση που ζητείται δεν είναι η αποκάλυψη της αλήθειας σε ποιο σημείο και με ποιον τρόπο πεθάναμε «το μωρό Μότσαρτ» (αναφορά στην ιδέα του Σεν Εξιπερί στη «Γη των Ανθρώπων»).

Μωρά Μότζαρτ (ο πρώτος μας εαυτός, η τέχνη της ζωής που θα αποκαλύπταμε αν μας φρόντιζαν και μας αποδέχονταν για αυτό που είμασταν και όχι για αυτό που θέλησαν ή έπρεπε να μας κάνουν). Μωρά Μότζαρτ που υπήρξαμε (οι ίδιοι ως παιδιά) ή μας δόθηκαν να φροντίσουμε (στη μορφή των παιδιών και μαθητών μας).

Μια ύπαρξη που δεν πεινάει για αλήθεια, δεν γοητεύεται από την ανάληψη μιας ευθύνης που θα συγκλονίσει το είναι μας και θα ξεφτίσει τα «έχω» μας. Η απάντηση που ζητείται στο «πρακτικά πείτε μου τι να κάνω», είναι μια ανταλλαγή της ευθύνης μας για την κατάχρηση του εαυτού μας από εμάς τους ίδιους ως ελεύθερους αλλά φθαρμένους και εξαντλημένους στο βωμό του ανικανοποίητου και της ιδιοκτησίας, με μια λύση ανακούφισης. Μια λύση που μπορεί να είναι πρόταση τρόπου ζωής, επάγγελμα, ιδέα, γάμος, σχέση, σεξ, άνθρωπος, παιδί, υιοθεσία, αναδοχή, λάδωμα, παρανομία, αδικία, αισχροκέρδεια, εκμετάλλευση, μπίσνα, παραβίαση, βιασμός, κατανάλωση, χρήση, προσώπων και σχέσεων, που να κοιμίζουν αυτό που κρύβεται πίσω από την κατάκτηση της ύλης: την αυτοσυνειδησία της ύπαρξης.

Κι όμως, πίσω από αρώματα κοινωνικής καταξίωσης και διαφημισμένες με σέλφι, επιτυχίες, η πεινασμένη αυτοσυνειδησία θα χαλάει την ρουτίνα, με ασέβεια θα προσβάλει την στιγμή της βράβευσης και της νίκης, δαμάζοντας την βιολογία με μια κρίση πανικού, πέρα και πάνω από την εξαγορασμένη και χημικά ρυθμισμένη ψυχοσυναισθηματική ισορροπία.

Και σε μια γωνιά, δέκα νέοι ή νέες, σε πείσμα των καιρών, θα δίνουν χρόνο και ζωή εθελοντικά, ερωτικά, να κάμουν μεταξύ τους «χωριό», να προσφέρουν και να μοιραστούν, παρέες που διασώζουν την αίσθηση αγάπης, σιωπηλά επαναλαμβάνοντας εκείνο το Ντοστογιεφσκικό, «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». «Και οι παρέες την αγάπη» ψέλλισε η σκέψη πριν δυο νύχτες στην Αυγουστιάτικη Πανσέληνο.

Αλέξης Λάππας

Αλέξιος Λάππας