Κοινός καημός μα τρόπος χωριστός
– Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η Γη μας· τ’ άλλα φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα· τ’ οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει· το γευόμαστε, τρώγεται· το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
(Καζαντζάκη, Ζορμπάς)
Υπηρέτησα την ελληνική ύπαιθρο από τη θέση του αγροτικού ιατρού την εποχή της εθνικής μας ανυποψίας. Το δέσιμο με τον τόπο έδωσε αντίδωρο την αλήθεια των δέκα ανθρώπων που με εμπιστεύτηκαν στα πρώτα βήματα του λειτουργήματος της ιατρικής. Από τα πιο δύσκολα βιώματα που μπορούσε η νεανική μου ύπαρξη να αφουγκραστεί, ήταν η ένταση της διαφοράς στο πώς καταγράφουν οι άνθρωποι την σχέση τους με το περιβάλλον και τους άλλους. Ένα ειδυλλιακό ανοιξιάτικο δειλινό απολαμβάνοντας την δροσιά που ακόμα θύμιζε πως μόλις πριν λίγες βδομάδες τα χιόνια και οι βροχές όριζαν το ορεινό τοπίο, καμάρωσα έναν ηλικιωμένο γείτονα και του παίνεψα το μπαξέ του. «-Αν ήταν γιατρέ ο μπαξές μου δίπλα στο Λευκό Πύργο θα άξιζε, εδώ στη μέση του πουθενά τι νόημα έχει; Σήμερα είμαστε αύριο δεν είμαστε έλεγε ο πατέρας μου, εδώ στα ακριτικά χωριά!» Αμύητος και εγώ στην ψυχιατρική δεν διαχωριζόταν μέσα μου η μελαγχολία των γηρατειών, η μοναξιά της χηρείας, η απουσία παιδιών και εγγονιών από το ακριτικό χωριό με τα σωματικά προβλήματα και τις δυσλειτουργίες του ψυχισμού που το ανθρώπινο πρόσωπο μπορεί να υποφέρει. Τι είναι αυτό που φτιάχνει τον έναν ποιητή και ακινητοποιεί τον άλλον στην εξάρτηση; Τι είναι που κάνει τον έναν ζωντανό και τον άλλον να αγκομαχά; Πως μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος στην τρίτη ηλικία και ακόμα να παλεύει η ψυχή του να βρει ανάπαυση σ’ αυτά που έχει; Είναι ο ζηλιάρης σύντροφος ανικανοποίητος ή είναι που πεινασμένος από αγάπη ζητιανεύει με όποιο τρόπο του δόθηκε λίγο χώρο στην καρδιά του άλλου;
Ήταν δύο αδερφές στο χωριό, στα 70 τους οι ίδιες, φρόντιζαν την αιωνόβια μητέρα τους σε συνεργασία και υποστήριξη των συζύγων τους. Παιδιά και εγγόνια μακριά. Μοσχοβολούσε ο τόπος, το γέρικό κορμί της μάνας τους μύριζε σαν του μωρού. Κατάκοιτη από χρόνια περίμενε υπομονετικά την «κατ’οίκον» επίσκεψη του «γιατρουδάκου», κι αυτές, είχαν μια αρχοντιά και ένα καμάρι σαν μιλούσανε για αυτή την ευθύνη που τους έμεινε, να μοιράζονται δύο οικογένειες τη φροντίδα ενός ηλικιωμένου. «Αν χάσουμε την αγάπη τι μένει γιατρέ;» με ρώτησε αντί άλλης απάντησης η μια αδερφή την ημέρα που βάλθηκα να μάθω αν ήταν που ήταν τόσο καλός άνθρωπος η μάνα τους και της άξιζε τέτοια φροντίδα. Μου έθεσαν μέσα μου με το παράδειγμά τους ένα μετρό φροντίδας δύσκολο να βιωθεί, πέρα και πάνω από τυπικότητες και ηθικές επιταγές.
Ήταν και ζούσε παραδίπλα τους, δεκαετίες στο τιμόνι, χαραγμένο το πρόσωπο από τη νύχτα, εκείνος. Ο «εκείνος» επέμενε να με πειράζει, προκαλώντας για μια ακόμα νύχτα συζήτηση ατελείωτη με τα γνωμικά του, που ήταν του τύπου: «Γιατρέ αν δεν πηδάει ο άνθρωπος τι να τα κανει τα γράμματα». Σακατεμένη η οικογένειά του από την δυσκολία του στην δέσμευση και στο γάμο, είχε χτίσει τη ζωή του γύρω από την φιλοσοφία «ξένο να είναι και ό,τι θέλει ας είναι!» Έβαζε ένα όριο με αυτό τον όρο «ξένο», δημιουργούσε ένα δικό του κώδικα ηθικής. Καβάλα στο τιμόνι, κυνηγημένος από το τραύμα κι αυτός του έρωτα, ανικανοποίητος και ταυτόχρονα πληθωρικός, εξωστρεφής και ταυτόχρονα ερμητικά μυστικός, διαχυτικός και ταυτόχρονα απογοητευμένος, χειριστικός και ταυτόχρονα απαραίτητος στο οικοσύστημα της κοινωνίας του μικρού χωριού, άλλοτε χυδαία και άλλοτε με ύφος «φιλοσοφικό», κόμπαζε (και το πίστευε) πως ήταν ο γνήσιος εκπρόσωπος της εποχής του.
Ο εσωτερικός τόπος μπορεί να είναι κοινός στους ανθρώπους που κατάλαβαν πως το τραύμα τους είναι η μοναξιά τους και επιδιώκουν τη σχέση. Ο τρόπος ωστόσο, λέει ο ψυχαναλυτής Δημήτρης Κυριαζής, δεν είναι ίδιος γιαυτόν που προσεγγίζει τη σχέση εξουσιαστικά και δεν είναι ίδιο και το αποτέλεσμα. Ενώ δηλαδή και οι δυο λένε «θέλω σχέση», ο ένας κρατάει από τη σχέση την αδυναμία του να εμπιστευτεί, παραμένοντας άθικτος και μοναχικός και μέσα και έξω από τη σχέση, και πριν και μετά τη σχέση. Μιλάει για σχέση, κάνει «σχέσεις», κρατάει ωστόσο την αγωνία του να βγει κερδισμένος από αυτήν, υπηρετώντας τελικά στη ζωή του την καριέρα, το οικονομικό κέρδος, τις επιλογές που συμφέρουν.
Στον αντίποδα η αξιακή προσέγγιση της ζωής απαιτεί μόχθο, στη μορφή της ανάληψης ευθύνης ότι ο άλλος και η δυσκολία του είναι προϋπόθεση στην κατανόηση της ζωής μου. Αν η δυσκολία ή το πρόβλημα δεν αμφισβητούν τον τρόπο και τη θέση μου, αν η σχέση μου δεν με μετακινεί από την αρχική μου φαντασίωση για τη σχέση, παραμένω ανώριμα απορριπτικός σε αυτό που θα με ξεβόλευε, θα με ξαναζούσε.Στο τραγούδι του «Ο Τρελός», ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης περιγράφει πετυχημένα αυτή την αντίφαση στη ζωή, ο κοινωνικά αποκατεστημένος είναι και υπεροπτικός, ο ατομικά παντοδύναμος είναι και αδύναμος για σχέση:
«Αν δεν μπορείς να προσκυνάς κι αν όλα τα κατέχεις, Τον κόσμο σου να κυβερνάς, μα σ’ αγκαλιές μην πέφτεις».
Θέλει θράσος να προχωρήσεις αλλάζοντας. Θέλει ρίσκο να αφήσεις το παλιό και βολεμένο. Θέλει βαθμούς ελευθερίας να αφουγκραστείς την αλήθεια του άλλου μέσα από τις βιωμένες σου αξίες ώστε να δεις στη συνάντηση με τον άλλον το «έχω να μπορώ» και όχι το «μακάρι να είχα».
«Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να του πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.
– Καληνύχτα, αφεντικό, είπε· φτάνει»