Εγκλεισμός 4

Χάραμα. Χαμηλές φωτιές στα διπλανά χωράφια. Υγρασία. Ο Μάκης βυθισμένος στο αδιέξοδο μιας σκοτεινιάς που ψάχνει λύτρωση. Όχι από το πάθος. Όχι προς την αλήθεια. Λύτρωση από την ένταση της ματαίωσης. Από την αποκάλυψη του σφάλματος. Από την αδυναμία να τα έχεις όλα. Από την προσβολή να έχεις 30 εκατομμύρια για να εξαγοράσεις το «Βιετνάμ», τον ιδιοκτήτη του, την ορχήστρα, τον φίλο, αλλά όχι την αγάπη. Αυτή θα ομολογείται σπαστά και άβολα: στο «σαγκαπώ» της κονσοματρίς.

«Ξεκίνα τώρα αμέσως με τον εκσκαφέα! Τώρα αμέσως! Πληρώνει ο Μάκης! Τίποτα, τίποτα μωρέ, ο Μάκης γουστάρει να γκρεμίσουμε ένα μαγαζί! Να το ισοπεδώσουμε! Τι γιατί ρε; Δεν υπάρχει γιατί, ΕΤΣΙ ΓΟΥΣΤΑΡΕΙ»!(«Βιετνάμ», από την ταινία του Παντελή Βούλγαρη, «Όλα είναι Δρόμος», 1997)

Επιστροφή στην κανονικότητα. Τρόμος. Τα χέρια μου μυρίσανε μπαχάρια. Με τους εφήβους μου είδαμε το πανόραμα των μεγάλων ελληνικών και ξένων ταινιών. Το χωριό που επέλεξα να ζήσω συναντήθηκε πρώτη φορά λεύτερο στον κωδικό «6» της καραντίνας. Μιλήσαμε οι συγγενείς και οι φίλοι πρώτη φορά με νοιάξιμο. Χωρισμένοι συνεννοήθηκαν. Παντρεμένοι ξαναπαντρευτήκαν. Πιστοί ζυγίσανε την πίστη τους. Θνητοί ομολόγησαν την φθαρτότητά τους.

Ναι και αγρίεψαν οι μοναχικοί. Ναι και δάρθηκαν οι αναβλητικοί. Ναι και κόλλησαν περισσότερο οι κολλημένοι. Ναι και συνομωσιολόγησαν οι διαδικτυακοί, όπως κάποτε αποχαυνωνόντουσαν οι τηλεόπλικτοι της προηγούμενης γενιάς.

Ναι και λαχτάρησαν την έξοδο οι κλεισμένοι. Ναι και περιμένανε την επόμενη μέρα οι εργατικοί. Ναι και ξαναψάξανε για νόημα οι άνθρωποι που τολμούν μετά από 10 χρόνια κατάρρευσης να ονειρεύονται το ελεύθερο επάγγελμα, την ελεύθερη τέχνη, την ελεύθερη έκφραση των ρομαντικά πετυχημένων συνεταιρισμών.

Στη θεραπεία συχνά, άλλοτε προτρέχοντας ο επίδοξος θεραπευτής, άλλοτε προτρέχοντας η ελπίδα του θεραπευόμενου ανθρώπου, βλέπει ο άνθρωπος φως, βλέπει προς τα που να τραβήξει, βλέπει τα καλά, βλέπει και τα δύσκολα. Θυμώνει τότε βαθειά, με αυτούς που αντιστρατεύθηκαν την ευτυχία του, με την ατέλεια των γονιών του, με την προδοσία του άλλου, του έρωτα, με την απώλεια αγαπημένων προσώπων. Θυμώνει με τον εαυτό του και επιστρέφει (αν και όταν επιστρέφει) στη θεραπεία με την αίσθηση ότι κάνει κύκλους, ότι είναι εγκλωβισμένος στο κενό, στο άγχος, την κατάθλιψη, την εξάρτηση, το ψέμα. Αναβολή στο “come out”, αναβολή στη συγχώρεση, αναβολή στην ευτυχία. Το να το δούμε το μονοπάτι είναι ένα. Το να το περπατήσουμε είναι κάτι άλλο.

Η κρίση είναι εδώ. Αλλάζει σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο μορφή και ιδεολογικό περιεχόμενο. Αν είναι που ψάχνουμε τη λύτρωση από αυτήν, σε κάποια «αυτήν» (κρίση) θα ξαναπέφτουμε. Αν είναι που ψάχνουμε έξοδο στη Ζωή, τον πόνο παραμάσχαλα θα πάρουμε, μαζί και 5-6 αγαπημένους ανθρώπους που μπερδεύτηκαν τα πόδια μας και κάμαμε σχέση.

Δεν είναι αυτόματο και δεν είναι εύπεπτο. Για να γεννήσει ένα κρεβάτι πόνου ποίηση, απαιτεί έναν ποιητή. Για να γεννήσει η κρίση Ζωή, απαιτεί εργάτες-ποιητές. Σε ένα τέτοιο κρεβάτι, μας έγραψε ο Βρεττάκος κληρονομιά τα λόγια του:

«Κ’ είπα τότες βλέποντας τον κοινό μας ήλιο που μ’ επισκεπτόταν μόνος προ μόνον, αποθέτοντας μια χρυσή δέσμη στο σεντόνι μου, ότι το δυνατότερο πράγμα σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι όπως νομίζουμε ο θάνατος. Είναι η αγάπη»

Α. Λάππας

Αλέξιος Λάππας