Είμαι η Κοινωνία που Ζω!
Χθες στις πλαγιές του γείτονά μου Χορτιάτη, άνθρωποι όλων των ηλικιών περπατούσαν, μάζευαν κάστανα, συνομιλούσαν, σκόνιζαν τα trekking παπούτσια τους, αγνάντευαν τον υγρό Θερμαϊκό, ξεφτίζαν με λίγο ύπαιθρο την καθημερινότητα της πόλης τους.
Λίγο αργότερα, από την προνομιούχα θέση του ταξιτζή, θα αντάλλαζα σκέψεις με μια παρέα εφήβων που έσβηνε το Σαββατοκύριακο με την αναίδεια χαρά που μπορεί ο ανήλικος άνθρωπος να βγάζει, όταν έχει συναντήσει τους φίλους του, τα πρόσωπα που αγαπά, το “brother zone”, ένας όρος που μάλλον αντικατέστησε στη φρασεολογία τους αυτό που εμείς λέγαμε «κολλητοί».
Τι είναι αυτό που μας κάνει να μην συγκινούμαστε; Ποια είναι η διεργασία που μας αποσχίζει από τον πόνο του άλλου; Πως φτάνει ο εραστής να γδάρει τον έρωτα; Πως αντέχει ο γονιός να πονέσει το παιδί του; Πως μπορεί να χάνει η αγάπη;
Η ανθρώπινη αγάπη είναι σάρκινη, ιδιοτελής. Ο αγώνας να μας αποδεχτούνε είχε παραπροϊόντα, απώλεια. Μας θυμίζουμε τον γονιό μας γιατί αυτόν αγωνιστήκαμε σε τρυφερά χρόνια να αποδεχτούμε. Αυτόν ονειρευόμασταν να μας αποδεχτεί. Τότε ο αγώνας αποδοχής γινόταν παράλογος αυτοσκοπός. Τώρα, στην ενήλικη ζωή, απαιτεί ξανά παράλογο θάρρος, όχι με τη δύναμη που έχει πια το κορμί και το μυαλό, αλλά με την αυτογνωσία της καρδιάς, ο όρος της αποδοχής, να πραγματωθεί. Διαφέρει ωστόσο η κατεύθυνση: αντί να εκβιάσουμε την αποδοχή από τον άλλον (γονέα, συντρόφου, εραστή), μας ζητάει η ζωή παράλογο (άρα συναισθηματικό) θάρρος, εμείς να αποδεχτούμε, και εκείνον και εμάς!
Αν μου λείψει το θάρρος, μπορεί η χαρά του άλλου να γίνεται υπενθύμιση του δικού μου κενού. Οι ευθύνες της οικογένειας, βάρος. Το γέλιο του εφήβου, προσβολή της ώρας κοινής ησυχίας. Και οι αναβάτες του Όρους της Ζωής, απόμακροι τυχεροί που δεν με καταλαβαίνουν. Αν θέλω οι άλλοι να με αποδεχτούν, τότε αργά ή σύντομα, οι κοινωνικές προκαταλήψεις και τα κοινωνικά στερεότυπα θα αντικαταστήσουν τις εσωτερικές μου κατασκευές. Κάτι κοντά στην ανακούφιση που νοιώθουμε αν «πάμε με την μόδα», «αν μας ταιριάζει το ρεύμα». Μια αποδοχή απο-προσωποποίησης.
Αν από την άλλη τολμήσω να δοκιμάσω εγώ να αποδεχτώ τους άλλους, τότε θα τρομάξω. Τότε θα δω την αδυναμία μου να κινηθώ. Τότε θα νοιώσω τη μοναξιά. Όχι γιατί δεν έρχεται ο άλλος. Αλλά γιατί δεν μπορώ να τον πλησιάσω εγώ! Τότε θα φοβηθώ πως δεν θα τα καταφέρω. Τότε θα νοιώσω ανένταχτος στις θεωρίες του ρεύματος που τρέχει. Τότε θα νοιώσω φτωχός στη διαπραγμάτευση που η απόσταση από τον άλλο δεν μετακινείται. Τότε θα νοιώσω πιο κοντά στη γη. Γήινος. Λερωμένος. Εργάτης. Αγώνας για ένα βλέμμα κατανόησης. Ευγνωμοσύνη για την παρέα που είναι πλούτος. Απόφαση να δω το ένα μου πόδι, κουτσός. Αλλά ελεύθερος από το να χρεώνω τον Άλλον!
Υπάρχουν πολλοί που δεν θα με καταλάβουν και υπάρχουν ακόμα περισσότεροι που τα κορμιά μας δεν θα συναντηθούνε. Όσο γνωρίζω το δύσκολο δικό μου, τόσο στη γύμνια της αλήθειας που γεννιέται, ολοένα και κάτι γίνεται πιο κοινό. Κοινή η αγωνία αποδοχής. Κοινή η απόγνωση της μοναξιάς. Κοινή η ελπίδα με όποιον ελπίζει. Μια κοινωνία που με νοιάζει. Μια γη που μας πονάει. Μια ζωή για να τη μοιραστούμε. Χρόνια επένδυσης στον άλλον, πέρα και πάνω από την ποσότητα των ημερών, τον αναπάντεχο χωρισμό, την απώλεια, την ιδιοτέλεια, το θυμό, την οργή της θλίψης. Αν ο άλλος είναι η εικόνα που έχω μέσα μου για αυτόν, τελικά αυτό που αλλάζει για τον άλλον είναι πρώτα μέσα μου. Και αν είναι μέσα μου αλλιώς, τότε και έξω, την ίδια κοινωνία δεύτερη φορά αν κοιτάξω, είναι που άλλα, αλλιώτικα και όμορφα μπορώ να δω.
Α. Λ.