Πάσχα Πανδημίας

Ο «Θησαυρός» και το «Πολύτιμο» στη Ζωή ανακαλύπτονται πρώτα μέσα μας. Γεννούνται από επιθυμία, τροφοδοτούν το συναίσθημα, ενημερώνουν τη λογική, βαπτίζουν την Ύπαρξη σε μια καινούργια προοπτική, μια καινούργια πορεία, έναν καινούργιο τρόπο, νέο στόχο, νέο νόημα. Αν είναι από μέσα προς τα έξω αυτή η διεργασία, αν είναι που αποφάσισα να μετακινηθώ από το Α στο Β (η απόφαση για παράδειγμα να μετακομίσω, να αυτονομηθώ, να σπουδάσω, να συντροφέψω, να σχετιστώ, να συναντήσω, να γεννήσω κτλ), μέσα μου θα φωλιάζει η φωτιά και το καύσιμο του δρόμου που ακολουθώ, μέσα μου θα γεννιέται η Αλήθεια. Όταν είναι που από έξω δίνεται η αφορμή, όταν είναι που ο Άλλος με ταρακουνά και μου προτείνει κάτι διαφορετικό, τότε απαιτείται ωριμότητα για να κάνω τη δική του αφορμή, δική μου επιθυμία. Συχνά αυτή η πρόταση μπορεί να έρχεται καλοπροαίρετα και να επικοινωνείται  με αγάπη, όπως για παράδειγμα μια πρόταση των γονιών στον έφηβο γιο για μια επιλογή του, ή όπως έρχεται από τον εραστή στο πρόσωπο του έρωτά του.

Πολύ συχνά ωστόσο αυτή η πρόταση έρχεται από τον άλλον ή από τη Ζωή, απροσκάλεστα, απότομα, παραβιαστικά. Πώς να το κάνουμε αυτό αποδεκτό; Πως σε μια εποχή ιδιωτικότητας να το καλοσωρίσουμε; Πως σε μια εποχή συνομωσίας να το δούμε καθαρά; Πως σε μια εποχή ψηφιακή να πιστέψουμε στο κίνδυνο τον φυσικό; Πώς να σχετιστούμε ξαφνικά οι άσχετοι; Πως ενώ φαντάζομαι το Χόλυγουντ, να αποδεκτώ ότι μοιράζομαι τον πόνο μιας Κινέζικης επαρχίας; Πως ενώ πασχίζω για την οικογένειά μου, να δεχτώ την αδυναμία μου να τους προστατέψω; Πως το λίγο και τον περιορισμό, να τον δω καλό και πολύ; Πως ενώ ψηφίζω το τέλος της κρίσης, να βουτήξω ξανά στην κρίση; Πώς να μην μισήσω ότι πίστεψα, όταν σε κάθε κρίση νοιώθω ότι δεν με έσωσε;

Πώς να μην γίνω Έλληνας παραδοσιακός, που το πιο εύκολο είναι να μισήσω τον άλλον που θα με κολλήσει μια ίωση θανατερή, ο αμέτοχος αυτός που κοινωνά, ο θρησκευόμενος αυτόν που δεν θρησκεύει, ο αναρχικός την εξουσία και ο ελεγκτικός τους αυτόνομους, ο δεξιός τον αριστερό και ο αριστερός τον δεξιό; Πώς να μην γίνω ταυτόχρονα και «νεοέλληνας» αυτοδικαιωτικός, να υποτιμήσω την κυβέρνηση που φταίει για όλα, να υποτιμήσω τους επιστήμονες που δεν βρίσκουν το εμβόλιο γρήγορα, τους αστυνομικούς που με χρεώνουνε την ανάγκη μου για κίνηση, τους δημοσιογράφους που με πανικοβάλουνε και δεν λένε την αλήθεια, το γείτονα, τον άλλον, τον χλωμό γιατί είναι πολύ χλωμός, το σκούρο γιατί είναι σκούρος;

Το δικό μου πολύτιμο μπορεί να είναι δικό σου «αδιάφορο», η δική μου «Πίστη» μπορεί να είναι δική σου «ανοησία», η δική μου λαχτάρα, να είναι στα μάτια σου «παράλογο κόλλημα». Σχέσεις, Πρόσωπα, Στόχοι Ζωής, εξατομικεύονται στο πέρασμα του χρόνου, χαράζοντας πορείες τόσο διαφορετικές. Αν συμβεί να επικοινωνήσεις πως με κατάλαβες, γεννιέται μια συνεργασία. Αν συμβεί να συγκινηθείς και να συν-πονέσεις τη χαρά και τον πόνο μου, γεννιέται η φιλία. Κι αν μαζί το ζούμε και πορευόμαστε, γεννιέται η συντροφικότητα. Και σε αυτήν την κρίση μοιράστηκαν και τα τρία, δόθηκαν αφορμές για όλα, αλλά κυρίως δόθηκε χρόνος για να σκεφτούμε περισσότερα. Δεν δόθηκαν λύσεις, δεν δόθηκαν όρια σε όλα, δεν γίνονται προβλέψεις και δεν τελείωσε τίποτε. Μετά τον «μήνα μέλιτος», σχέσεις, νόημα, σπουδές και εργασία, επιχειρηματική και οικονομική επιβίωση, ψυχοσυναισθηματική συνύπαρξη, θα φάνε από αυτό που από πίσω έχουμε ο καθένας, σε άλλη ένταση, σε άλλο ρυθμό.

Σε εποχές κρίσεων παράγονται κείμενα και σκέψεις πολλές. Η αγωνία και το άγνωστο λειτουργούν ως αφορμές αναζήτησης λύσεων ενώ η ένταση επιτρέπει να έρθουν στο προσκήνιο επιθυμίες και φόβοι που δεν είχαν ομολογηθεί. Μοιράζομαι κάποιες σκέψεις. Είναι κυρίως αφορμές για σκέψη και όχι ολοκληρωμένες προτάσεις, αφού απευθύνονται σε πολλούς ανθρώπους με πολλά και διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αν κάτι είναι δυσνόητο ή μη-σχετικό με την προσωπική εμπειρία του καθένα, να με συγχωρείτε και εύχομαι έστω τμήματα του κειμένου να μπορούν να αξιοποιηθούν.

Η Ζωή περιλαμβάνει συχνά εμπειρίες και βιώματα που δεν υπακούν στους κανόνες της ρουτίνας ενώ ένας ζωντανός οργανισμός βρίσκεται σε μια διαρκή αλλαγή, εξέλιξη ή και φθορά. Ως ανθρώπινα πρόσωπα έχουμε αναπτύξει μηχανισμούς και εργαλεία ικανότητας να ανταπεξέλθουμε στην κρίση. Το κατά πόσο μπορούμε να παραμείνουμε λειτουργικοί τόσο στη διάρκεια, όσο και μετά την κρίση, σχετίζεται με το κομμάτι της ύπαρξής μας που μέσα από την εμπειρία του παρελθόντος και την εκπαίδευση, έχει την ικανότητα να αντέχει, δηλαδή να μην αλλοιώνεται μπροστά στην ένταση του άγνωστου που φέρνει η κρίση και ονομάζεται ανθεκτικότητα. Έχει ωστόσο και ένα κομμάτι προσαρμοστικότητας της ύπαρξης που ελίσσεται, αλλάζει και αναθεωρεί την πρακτική και την θεωρία, καθώς επικοινωνεί με τον έξω κόσμο, τα νέα δεδομένα, την επιστημονική εξέλιξη.

Σε επίπεδο ατομικό, οικογενειακό και κοινότητας, καλούμαστε να καλωσορίσουμε την εκάστοτε κρίση. Η ικανότητα να επιβιώσουμε ή διεκπεραιώσουμε τις δυσκολίες αφορά το βιολογικό μας κομμάτι. Είναι ωστόσο αδύνατο να μην υπάρξει ίχνος ή αποτύπωση αυτών των δυσκολιών σε επίπεδο ψυχοσυναισθηματικό, δημιουργώντας ποικιλία συναισθηματικών εμπειριών, από αναμνήσεις θετικές ή αρνητικές, συναισθήματα φόβου, απειλής και αποφυγής ή και σε ορισμένες περιπτώσεις, τραύμα. Δεν θα βιώσουν όλοι το ίδιο γεγονός αντικειμενικά και με την ίδια ένταση και δεν θα έχουν την ίδια μνήμη. Υπάρχουν παράγοντες που ενισχύουν την αρνητική έκβαση μιας εμπειρίας κρίσης όπως η αίσθηση μοναξιάς, αδυναμίας επιλογών, αποκλεισμού κοινωνικού, κινητοποίησης συναισθημάτων φόβου, πανικού ή επικείμενου θανάτου, άγνωστου κινδύνου και αόριστης έκβασης, απουσίας οδηγιών και προηγούμενης εμπειρίας, και απειλή απώλειας των δεδομένων πάνω στα οποία έστησε κάποιος την ζωή του, το ξαφνικό και απρόβλεπτο και χωρίς ετοιμασία. Παράγοντες που βοηθούν στην θετικότερη αξιοποίηση της κρίσης είναι η σταδιακή έκθεση στον κίνδυνο, η ύπαρξη χρόνου επεξεργασίας, η ύπαρξη φροντιστικών σχέσεων, η παγκοσμιότητα της κρίσης, η προηγούμενη εμπειρία θετικής έκβασης κρίσεων, η επικοινωνία των συναισθημάτων, η αλληλεγγύη, η παρηγοριά, η ύπαρξη οδηγιών, η επένδυση στη ζωή βάση βαθύτερων αξιακών συστημάτων αντί εφήμερων κοινωνικών κριτηρίων, η θεμελίωση των σχέσεων στη βάση της αμοιβαίας αγάπης και κατανόησης και όχι του συμφέροντος και των υλικών αγαθών.

Το μοντέλο ζωής της Δυτικής Κοινωνίας βασίζεται στον ατομικισμό και την κατανάλωση, ως κορυφαία δικαιώματα του ελεύθερου προσώπου. Το δικαίωμα να αποφασίζω και να ορίζω εγώ τις σχέσεις και τις επιλογές μου πέρα και πάνω από την επιθυμία του «άλλου», που μπορεί να είναι εμπόδιο στην προσωπική μου επιλογή πχ η επιθυμία των πιο συντηρητικών από τον νέο άνθρωπο, γονιών του κτλ. Σε εποχές κρίσεων ωστόσο, ο ατομικισμός μπορεί να προσβάλει διπλά το πρόσωπο, τόσο με την δυσκολία μετακίνησης ξαφνικά στο ομαδικό/ κοινοτικό ή κοινωνικό (πχ η αίσθηση της κοινωνικής ευθύνης, ότι δηλαδή θα στερηθώ εγώ ο υγιής κάτι προς όφελος του άλλου που είναι πιο εύθραυστος και ασθενής), όσο και με την τρομακτική διαπίστωση την ώρα της κρίσης πως το «μόνος» σημαίνει και απομόνωση, απουσία βοήθειας κτλ. Στην περίπτωση της πρόσφατης πανδημίας μπορεί οι νεότεροι να αισθάνονται βιολογικά ανθεκτικότεροι για την πιθανότητα νόσησης και επιβίωσης, οι πιο ηλικιωμένοι ωστόσο έχουν την εμπειρία επιβίωσης σε δύσκολες συνθήκες, νοηματοδότησης του πόνου και μια δεξαμενή εμπειριών για να επιβιώσουν ψυχοσυναισθηματικά. Η οικογένεια και η κοινότητα έρχονται ακριβώς εδώ να λειτουργήσουν ως η πλατφόρμα συνδυασμού αυτών των δύο καταστάσεων, αυτών των διαφορετικών ικανοτήτων και εμπειριών: οι νεότεροι με τον αυθορμητισμό και με την υγεία να δώσουν την κίνηση και την αλληλοβοήθεια πρακτικά, ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία να προσφέρουν την νοηματοδότηση και την υπενθύμιση των αξιών.

Η κρίση δεν μπορεί να γεννήσει από μόνη της λύσεις και ελπίδα. Η κρίση θα αποκαλύψει τι κουβαλάμε πίσω από την ασφάλεια και την ξεγνοιασιά της ρουτίνας, τί πραγματικά νοιώθαμε για τον σύντροφο, το παιδί ή τον γονιό μας. Κι αν αποκαλυφθεί πως είχαμε ξεχάσει να φροντίζουμε τις σχέσεις μας, ας είναι η απογοήτευση ειλικρινής και πρόσκαιρη, αφού μπορούμε να συν-ομολογήσουμε πως χρειαζόμασταν μια «κρίση» για να δούμε πού βρισκόμασταν μεταξύ μας. Μέσα από τον υποχρεωτικό περιορισμό των κινήσεων, οι οικογένειες μπορούν να έχουν χρόνο αξιοποίησης για γνωριμία ξανά, ενώ οι άνθρωποι της προχωρημένης ηλικίας, περιοριζόμενοι από τις κινήσεις και την διαρκή ανατροφοδότηση κίνησης από τους νεότερους, μπορούν να επαναδιαπραγματευτούν την ιστορία τους, να επιλέξουν που θα εστιάσουν και τι θα μοιραστούν, πως θα προσκαλέσουν (ως ασθενείς  ή ως έμπειροι μαχητές) και πως θα κεράσουν την ευγνωμοσύνη τους στην φροντίδα και την μέριμνα που θα λάβουν την περίοδο αυτή.

Η εκάστοτε κοινωνία περιέχει μια ατελείωτη δεξαμενή εμπειριών και αξιών. Αποτελεί ωστόσο ζητούμενο πόσο αυτή η εμπειρία επικοινωνείται, από την κοινωνία στο άτομο και πόσο εκπαιδευμένο και ικανό είναι το άτομο να προστρέξει σε αυτήν την εμπειρία. Γιαυτό και σε εποχές κρίσης, κοινωνίες που δεν έχουν κατακτήσει μια «προσωπική» σχέση με το κάθε μέλος, που δεν αισθάνεται πχ ο κάθε πολίτης ότι φροντίζονται οι ανάγκες του και νοιάζεται για αυτόν ο πολιτικός άρχοντας, προστρέχει το άτομο στην πλησιέστερη ομάδα που νοιώθει εμπιστοσύνη. Αυτή μπορεί να είναι μια ομάδα εθελοντών που έχουν από καιρό εκπαιδευτεί μαζί να αγωνίζονται, μπορεί ωστόσο να είναι και μια ομάδα στο Facebook που απλώς τον αποδέχονται ή ακόμα χειρότερα που αποδέχονται ή μοιράζονται όχι αυτόν, αλλά τις αγωνίες, το φόβο ή το μίσος του!

Στην γεωγραφική μας πατρίδα παραμένει να ταυτίζεται στους περισσότερους η έννοια της άμεση κοινωνίας τους, με την κοινωνική ομάδα, ενορία, κομματική ομάδα ή πολιτιστικό σύλλογο, που άλλοτε γεωγραφικά και άλλοτε ψηφιακά ή κοινωνικά, έχει «χωρέσει», αντέξει και αναδείξει, τους έρωτές μας, τους γάμους, τις κηδείες, τα βαφτίσια και τις «εξόδους» μας. Δεν κουβαλούν όλες αυτές οι ομάδες τα ίδια εργαλεία. Μια θρησκευτική για παράδειγμα ομάδα κουβαλάει εργαλεία υπαρξιακής προσέγγισης του ανθρώπου και του πόνου του, δημιουργώντας φιλοσοφικά και καθημερινά, αυτό που λέμε τον «τρόπο» της Ζωής. Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα στις θρησκευτικές και πολιτισμικές κοινότητες είναι πώς αυτά που βιώθηκαν από τους προπάτορες και διαμόρφωσαν επιλογές και αξίες, μπορούν άραγε να κατανοηθούν από τους νεότερους και ειδικά από τους εφήβους και τα παιδιά. Συνθήκες όπως του υποχρεωτικού περιορισμού δίνουν την ευκαιρία αυτής της εναγώνιας απορίας των παιδιών, τι συμβαίνει, πως διαταράσσεται κάτι τόσο δεδομένο όπως η καθημερινή ζωή, πως βγαίνουμε από τις κρίσεις να επενδύσουμε ξανά στη ζωή ως ελεύθεροι άνθρωποι.

Πιο πρακτικά για τις οικογένειες οι συνθήκες διαρκούς συμβίωσης μπορεί να είναι κάτι καινούργιο. Δικαιούμαστε τις πρώτες βδομάδες να μην έχουμε μικροί και μεγάλοι, προσαρμοστεί. Τα περισσότερα παιδιά, συνηθισμένα από τις σχολικές διακοπές θα δουν τις πρώτες ημέρες ως «διακοπές». Η τριβή και η αλληλοπροστριβή ωστόσο μετά τη δεύτερη εβδομάδα, είναι που καθορίζει την παρούσα κρίση ως κάτι διαφορετικό. Ως ειδικός της ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων θεωρώ πως το γεγονός ότι η οδηγία της παραμονής στα σπίτια δόθηκε συλλογικά και αφορά όλα τα παιδιά, δεν εκλαμβάνεται ως μια τιμωρητική διαδικασία και αντίστοιχα δεν εγείρει εξ αρχής αρνητικά συναισθήματα. Δεν υπάρχει ένας συμμαθητής ή φίλος τους που να βιώνει κάτι διαφορετικό. Ταυτόχρονα η συνέχιση των μαθησιακών διαδικασιών ηλεκτρονικά, διατηρεί την αίσθηση της ομάδας, της κοινωνικής συνοχής και ουσιαστικά τα παιδιά μας συνεχίζουν να ζουν κάτι που ζει, εξελίσσεται και επικοινωνεί, τη σχολική τους τάξη.

Ο χρόνος που δίνεται μπορεί να αξιοποιηθεί και μάλιστα ίσως για πρώτη φορά δίπλα στο βλέμμα των γονιών που έχουν τη διαχείρισή του, με τη δική τους παραμονή στο σπίτι. Νους (Εκπαίδευση) – Καρδιά (Συναίσθημα) – Κορμί (Κίνηση, Υγεία), τρεις διαφορετικοί τομείς και της παιδικής ύπαρξης. Ο χρόνος και τα εργαλεία (παιχνίδι, διάβασμα, διαδικτυακή πληροφόρηση, ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, γυμναστική, μαγειρική, εργασίες σπιτιού, τέχνες και χειροτεχνίες, δημιουργικές κατασκευές και μαγειρική κ.α.) δεν έχουν μονοσήμαντη χρήση αλλά πολύτροπη αξιοποίηση. Το παιχνίδι επίσης αυτό καθαυτό είναι ατελείωτο αν διευκρινίσουμε πως ο ενήλικας που αλληλοεπιδρά με το παιδί, μπορεί: α) να συμμετέχει σε μια διαδικασία ρόλων που μαζί εξελίσσουν το παιχνίδι (συμμετοχικό παιχνίδι, πχ ο καθένας κρατάει από ένα playmobil ανθρωπάκι και αυτοσχεδιάζουν ταυτόχρονα ενήλικας και παιδί). β) Μπορεί να αναλάβει την καθοδήγηση (παιχνίδι εκμάθησης πχ «όταν ανοίξω την πόρτα του γκαράζ, φέρε το αυτοκινητάκι να μπει μέσα» ή «όταν χτυπήσει το κουδούνι, η κούκλα θα απαντήσει παρακαλώ» κτλ) ή και γ) να μένει σιωπηλός ή ενεργητικά παρατηρητικός ενήλικας που καταγράφει, φωναχτά ή σιωπηλά, το αυθόρμητο παιχνίδι του παιδιού. Παρότι μπορεί να μας προξενεί εντύπωση, ίδια στάση μπορούμε να έχουμε δίπλα σε έναν έφηβο που βρίσκεται σε online παιχνίδι (πχ Fortnite ή LoL), να παρατηρήσουμε, να μάθουμε, να προτείνουμε, να συμμετέχουμε μαζί του.

Σε μια αξιοποίηση των νέων συνθηκών, του χρόνου που παύει να είναι δικαιολογία (πχ «κάντε γρήγορα γιατί βιάζομαι, δουλεύω κτλ») μπορούμε ως γονείς για πρώτη φορά να έχουμε μια νέα προσέγγιση στο χρόνο μέσα από 3 βήματα: α) προσαρμογής, παρατήρησης του παιδιού μας. Πριν αποφασίσουμε τι θέλουμε και συμβιώνοντας με το παιδί αλλά και τον σύντροφό μας, μπορούμε να γνωρίσουμε και το πραγματικό πρόσωπο του «άλλου» πίσω από αυτό που εμείς είχαμε ως «παιδί» ή «σύντροφο», μια εικόνα ενός προσώπου που συνήθως «βόλευε» στην ροή της ρουτίνας. β) Μπορούμε να μας ασκήσουμε στην ενεργητική ακρόαση, να απαιτήσουμε να καταλάβουμε και όχι απλώς να ακούσουμε. Συχνά η παρερμηνεία της επικοινωνίας οδηγεί στην παρεξήγηση και αυτή με την σειρά της εξωθεί στην αυτόματη αντίδραση του θυμού. Ξεχνάμε τότε τη συναισθηματική μας σχέση με το άλλο πρόσωπο και λειτουργούμε επιθετικά, αυτοδικαιωτικά, βίαια, αφού έχουμε πάψει να εξηγούμε, αλλά απλώς εκτονώνουμε της οργισμένη μας ένταση, ακόμα και με φυσική βία. Σε σπίτια όπου επιτρέπεται η λεκτικοποίηση του συναισθήματος, μειώνεται η ανάγκη συσσώρευσης και εκτόνωσης ανομολόγητων συναισθημάτων. γ) Μπορούμε επίσης στη θέση της λίστας εργασιών και διεκπεραίωσής τους, να προτείνουμε τη συνεργασία, τη συμμετοχή. Από τα εύκολα και ευχάριστα για εμάς, προσκαλούμε το παιδί να συμμετέχει σε κάτι που ούτως ή άλλως μας αρέσει και μας ικανοποιεί. Προχωρούμε σταδιακά στα πιο δύσκολα και πιο απαιτητικά, πχ τον κοινό ελεύθερο χρόνο ή τη χρήση του υπολογιστή.

Ιδιαίτερη έγνοια έχουμε οι ειδικοί αυτή την περίοδο σε όσους ασκούν τη γονεϊκότητα μόνοι τους, ως μονογονείς. Συγγενείς και κοινότητα μπορεί να μην αντιλαμβανόμαστε ότι οι συνθήκες μέσα στις οποίες μία μητέρα ή πατέρας μπορούν μόνοι τους να ανταπεξέλθουν, δεν είναι κάτι που μπορεί να παραμείνει ανθεκτικό στην διαρκή απαίτηση φροντίδας των πολυήμερων διαστημάτων εγκλεισμού. Ανεξάρτητα της ηλικίας του ή των παιδιών, η απουσία διαλλείματος, τροφοδοσίας συναισθηματικής του ίδιου του ενήλικα ή αδυναμία συνεργασίας και μοιράσματος, μπορούν γρήγορα να δημιουργήσουν μια κατάσταση burn-out, κόπωση και ψυχική εξάντληση, που ωστόσο μπορεί να μην αναγνωρίζεται από τον ίδιο! Είναι εδώ που με διάκριση και χωρίς προσβολή ή υποτίμηση, οφείλει η κοινότητα να προσφέρει βοήθεια, κυρίως όσο οι ημέρες  εγκλεισμού αυξάνονται.

Οι φροντιστές προσώπων με δυσκολίες κινητικές ή αναπτυξιακές (άτομα με διαταραχή αυτισμού κτλ) ή με ανάγκη ιδιαίτερης φροντίδας, μπορούν να βιώνουν μια διαφορετική απομόνωση, καθώς χώροι και πρόσωπα φροντίδας, διακόπτουν την λειτουργία τους λόγω της πανδημίας. Δεν περιμένουν πάντα τη λύση από κάποιον που τηλεφωνεί, μπορεί να περιμένουν και το μοίρασμα ή την συμπαράσταση στον ούτως ή άλλως καθημερινό τους αγώνα. Αν η κρίση είναι ευκαιρία επαναπροσδιορισμού, καλούμαστε να προσεγγίσουμε τους ανθρώπους όχι βάση της έως τώρα πορείας της σχέσης μας, αλλά αξιολογώντας την επίπτωση πάνω τους της μοναξιάς και του αποκλεισμού. Κουβαλάμε δυνατότητες οι άνθρωποι, κουβαλάμε και Οργή. Κουβαλάμε την λαχτάρα να μας βοηθήσει κάποιος, κουβαλάμε και τον φθόνο όταν η βοήθεια ή η εξαίρεση ακουμπά τον διπλανό μας. Στην αγωνία μας δικαιολογούμε τα πάντα, στην αγωνία του άλλου, δύσκολα μπαίνουμε στα παπούτσια του. Ως όχλος αμφισβητούμε άγονα, δυσκολευόμαστε να οργανώσουμε εθελοντισμό και προσφορά. Ως κοινωνία μπορούμε να δομήσουμε σχέσεις, να χωρέσουμε αντί να διώξουμε, να αντέξουμε και να εξελίξουμε, εκτός από το να αντέξουμε και να σκληρύνουμε. Υπήρξε διαχρονικά η ελπίδα πως αν καταφέρουμε στον πόνο και στην κρίση να μείνουμε σε επαφή με το συναίσθημά μας, θα κατανοηθούν βαθύτερα και πιο διαχρονικά ουσιαστικότερα και ανθεκτικότερα εργαλεία ύπαρξης. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του προφήτη Ιεζεκιήλ χιλιάδες χρόνια πριν, «Και θα σας δώσω μια νέα καρδιά και θα βάλω μέσα σας ένα νέο πνεύμα, και θα αποσπάσω την πέτρινη καρδιά από τη σάρκα σας, και θα σας δώσω σάρκινη καρδιά…». Όταν η κοινωνία δομείται με επίκεντρο την αγάπη, όταν οι σχέσεις αποκτούν κέντρο στην εμπιστοσύνη, όταν ο Θεός μας και η προοπτική μας γίνεται η άρνηση της σπατάλης της ζωής, τότε οι κρίσεις μπορούν να γίνουν αφορμές για ΕΞΟΔΟ, Πάσχα δηλαδή, από την ρουτίνα, τον εφησυχασμό, την θεοποίηση της ασφάλειας, την ταύτιση της επιβίωσης με το νόημα της Ύπαρξης. Η έξοδος από τις συνθήκες σκλαβιάς και ανελευθερίας, που κάθε χρόνο καλούμαστε να θυμηθούμε και να εμπνευστούμε, αποκαλύπτει πως εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, πως η σημερινή μας ύπαρξη οφείλεται στην ευθύνη που σήκωσαν οι προπάτορές μας και πως στην κάθε εποχή, αν θέλουμε να αποτελέσουμε ζωντανά πρόσωπα, ώριμα και ελεύθερα, έχουμε να νοηματοδοτήσουμε τις στερήσεις που άλλοτε από εξωτερικούς παράγοντες (πόλεμοι, διωγμοί και προσφυγιά, οικονομικές κρίσεις και πανδημίες) και άλλοτε από ατομικούς (υγείας, επιλογών, ηλικίας και απώλειας), μας επιβάλλονται ως προϋπόθεση για μια αυριανή πραγματικότητα. Ο τρόπος που συμμετέχουμε στη στέρηση και τον περιορισμό, δημιουργεί την κοινωνίας και συνδιαμορφώνει την πρώτη ημέρα, μετά τον Ιό.

Αλέξιος Λάππας