Η πίστη
Το Βίωμα:
«Σκέφτομαι πλέον το 7χρονο ανηψάκι μου και θέλω να ζήσω. Νομίζω θα με χρειαστεί σε λίγα χρόνια. Είναι διαφορετικός από όλη μας την οικογένεια. Θέλω να είμαι εκεί για αυτόν». Πριν 1 έτος, καθισμένη στο πρεβάζι, μετρούσε το κενό που έχασκε κάτω από τα 17 της χρόνια. Στην πλάτη της ένα διαμέρισμα σε lockdown, απέναντί της μια μάνα καβγάδιζε με τους δυο ενηλίκους εργένηδες γιους και μέσα στο hoody της είχε από ώρα απογειωθεί με την κραυγή μιας ρομαντικής λατίνας τραγουδίστριας στα AirPods, που απομονώναν την εναγώνια κραυγή της κουρασμένης της μάνας «που είσαι παιδί μου»!
Η Κατανόησή του:
Πίστη είναι η δύναμη της καρδιάς να πει στο νου “ξέγνοιασε και άστο σε μένα”. Έχει δηλαδή να εμπιστευτεί ο νους την καρδιά. Όχι εύκολο αν μέχρι τώρα τον έχει προδώσει (η καρδιά τον νου), αν δεν τον έχει αφουγκραστεί, αν τον έχει αφήσει για χρόνια μοναχό του στις βασανιστικές σκέψεις ή αν δεν νοιάστηκε ποτέ να τον ξεκουράσει. Τότε πώς αυτός, ο υπεύθυνος και σημαντικός για τον εαυτό μας φύλακας και διαχειριστής, ο νους, να την εμπιστευτεί;Η πρώτη καρδιά που είπε στον πρώτο νου, εμπιστέψου με, ήταν η καρδιά του πρώτου φροντιστή στην δυσφορία που βιώσαμε ως βρέφη. Τότε αυτός ο φροντιστής, μάνα ή πατέρας ή θειός ή θειά ή γιαγιά ή «Φιλιππινέζα» ή «Βουλγάρα babysitter» ή οποιαδήποτε άλλη νεράιδα του παραμυθιού, άλλοτε με την αγκαλιά και το χάδι κι άλλοτε με το ψέλλισμα μιας τρυφερής φωνής στο νανούρισμα και στο καθησυχαστικό μουρμουρητό του, δώρισε την καρδιά του, αγάπησε δηλαδή, το δικό μας πρόσωπο· και τότε, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, ιδρύθηκε και σε εμάς ο χώρος και η δυνατότητα αγάπης.
Αυτήν την εμπειρία καταπίνουμε και γεννιέται ζέστη στη δική μας καρδιά. Κι αυτήν την εμπειρία κουβαλώντας ο νους, ψάχνει να βρει την καρδιά να ξανασμίξει. Είναι η ερώτηση η επίμονη του παππού μου μια ολόκληρη ζωή, αν η εικόνα μιας μάνας με λουλούδια στο νου του χαραγμένη, μπορεί να ήταν το πρόσωπο το αληθινό της μάνας του, που έχασε πριν τα δικά του δύο χρόνια.
Τι είναι η απιστία; Το κρύο. Στην κρύα μοναξιά της εμπειρίας που δεν βιώθηκε, γιατί δεν αναγνωρίστηκε, ο νους αναγνωρίζει την μοναξιά του ως την μόνη αλήθεια. Κάθε προσπάθεια για οικειότητα (είτε από την ίδια την καρδιά του ίδιου εαυτού, είτε από την καρδιά του εραστή ή της ερωμένης) ο «κρύος» νους την αναγνωρίζει ως προσβολή της ιδιωτικότητας! Μόνος και κουρασμένος, επιβεβαιώνει συνεχώς, μιαν ανύπαρκτη ελπίδα από και προς τον άλλον. Μόνος λέει «είχα δίκιο», «το’ ξερα εγώ», «κανείς δεν θα ρθει ποτέ για εσένα»…
Μόνος θα δέχεται οικειότητα μόνο από ό,τι ορίζει ο ίδιος, μόνο από ό,τι ελέγχει ο ίδιος: μια πληρωμένη πόρνη, έναν καλοπληρωμένο γιατρό, έναν λαδωμένο δημόσιο υπάλληλο. Φτάνει στο σημείο να πει ο μοναχικός νους «αυτός είναι αυθεντικός άνθρωπος, δεν κρύβει την λαμογιά και τα πάθη του»! Και την ίδια ώρα στέκεται καχύποπτος στο όμορφο, στο αγαθό, στο ωραίο, στο τρυφερό. Φίλος του κάτι που δεν «προδίδει», ένα τσιγάρο, το league of legends, ο πίκατσου. Δεν είναι λοιπόν πολύ διαφορετικό το ερώτημα «πιστεύεις» στον άνθρωπο ή στο Θεό, στην αγάπη και την φιλιά ή την υπόσχεση και την καλή προαίρεση του άλλου. Το ερώτημα είναι λοιπόν στον νου να αναρωτηθεί, αν κοιτάζοντας προς τα μέσα και κάτω μπορεί να συναισθανθεί πως κάτι κάποτε «κείτονταν» στο χώρο της καρδιάς. Ένα φως; Σήμερα σβηστό και μαραμένο. Ένα «σπαραγμένο φως»* – κραυγή «μην με αφήνετε μόνο θα πεθάνω» από τα χρόνια τα παλιά, τα χρόνια που δεν ήξερε ο νους να ψελίσει λόγια.
Αλέξης Λάππας
*αναφορά στους στίχους από το τραγούδι «Μέρες Αργίας», Διάφανα Κρίνα 1996