Εγκλεισμός 3

– Καλημέρα, είπε η αλεπού.
– Καλημέρα, απάντησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας, που γύρισε προς το μέρος απ’ όπου ακουγόταν η φωνή, μα δεν είδε τίποτε.
– Εδώ είμαι, είπε η φωνή, κάτω από τη μηλιά…
– Ποια είσαι συ; είπε ο μικρός πρίγκιπας. Είσαι πολύ όμορφη …
– Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.
– Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος …
– Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού, δεν είμαι εξημερωμένη.
– Α! συγνώμη, έκανε ο μικρός πρίγκιπας. Μα, αφού σκέφτηκε λίγο, πρόσθεσε: – Τι πάει να πει «εξημερωμένη»;
– Δεν θα είσαι από ‘δω, είπε η αλεπού, τι ψάχνεις να βρεις;
– Ψάχνω να βρω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι σημαίνει εξημερωμένη;
– Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγούν. Αυτό είναι πολύ ενοχλητικό. Ακόμη ανατρέφουν κότες. Είναι το μόνο που τους ενδιαφέρει. Μήπως ψάχνεις για κότες;
– Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας, ψάχνω για φίλους. Τι σημαίνει «εξημερώνω»;
– Είναι κάτι ξεχασμένο για τα καλά, τώρα πια, είπε η αλεπού. Αυτό σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς».
– Δημιουργώ δεσμούς;
– Ναι, βέβαια, είπε η αλεπού.
(Σαιντ Εξυπερύ)

Το τηλεφώνημα αναπάντεχο. Στην άλλη άκρη της νοητής γραμμής ένας μετέφηβος ενήλικας, που εξαγόρασε την ελευθερία από μια εφηβεία εξαρτήσεων, ουσιών και σαδομαζοχιστικών εγκλωβισμών σε σχέσεις που ήξεραν να αντέχουν στον χρόνο, με μόνη εγγύηση το καλό χόρτο και την ακινησία. Η γειτονιά. Οι δρόμοι με τις μαγκιές. Τα κορίτσια και τα αγόρια που μοιράστηκαν τις ίδιες καρέκλες στις ίδιες καφετέριες μέχρι που για κάποιον η καταστροφή η οικονομική των γονιών του και για κάποιον άλλον οι σπουδές ή ο έρωτας, τράβηξαν κάποιους από την παρέα έξω από «τα ίδια». Η πόλη που ζει δίπλα στην πόλη της κοινωνικής επιφάνειας. Η ζωή των παιδιών που γίνανε ενήλικες δίπλα και έξω από το κλάμα της ανημπόριας των γονιών τους. Στο τηλέφωνο η φωνή κομπιάζει από τον λυγμό, μετά από χρόνια ξανά κρίσεις πανικού, μετά από χρόνια η σκέψη στα Tavor της ηλικιωμένης μητέρας. «Δεν σταματάει Αλέξη, τρεις μέρες τώρα δεν με αφήνει ούτε να κοιμηθώ, όλο κλαίω».

Λόγω της πανδημίας τρία κακά βρήκανε τον μεγάλο μου ήρωα. Η δημιουργικότητα και η εργασιακή αυτονόμηση, αποκάλυψαν έναν καλλιτέχνη στην κατηγορία του και ο βιορυθμός του είχε αποκατασταθεί. Μαζί σταθεροποιήθηκαν και οι σχέσεις του και τελευταία στο προφίλ του καμαρώνει σε μια φωτογραφία με την κοπέλα του από την ημέρα της δικής της πανεπιστημιακής ορκομωσίας. Και οι γονείς, αυτοί που για χρόνια αγωνιούσαν και υποστήριζαν τη θεραπεία του, εδώ και κάποια χρόνια, η άνοια αντάλλαξε τους ρόλους τους και ο πρώην ασθενής έγινε τρυφερός φροντιστής των γονιών του. Η πανδημία στέκεται ως μια νέα πλατφόρμα δοκιμασίας και αμφισβήτησης στη λογική, το συναίσθημα και το κορμί.

Δεν υπάρχουν πάντα λύσεις. Στο αδιέξοδο έχουμε να ομολογήσουμε τη φτώχεια του «μέχρι τώρα» μας. Η μοναξιά, ως μελαγχολική συνειδητοποίηση και απομόνωση, αποκαλύπτει την απόσταση από τους άλλους. Την ίδια στιγμή που πριν λίγο καιρό η μοναξιά ήταν η επιτυχία της αυτονόμησης, της ενηλικίωσης. Αν ενάντια στην κοινωνική αποδοχή της συμβίωσης με τους γονείς, οι νέοι ενήλικες έδωσαν εδώ και μια δεκαετία μάχη να το πετύχουν παρά την οικονομική κρίση, έρχεται η πανδημία, ο εγκλεισμός, να δώσει ένα άλλο νόημα.

Στην περίπτωση του πρώην θεραπευόμενου η υποχρεωτικά κλειστή εργασία, η αυξημένη ευαλωτότητα των ηλικιωμένων γονέων και η καταγγελία των αδερφών που ζητάνε τη μη κοινωνική επαφή του αδερφού τους – φροντιστή με τα πρόσωπα που αγαπάει και συναισθηματικά τον στηρίζουν, συνθέτουν το ιδιαίτερο σκηνικό αυτής της ιστορίας. Άλλες ιστορίες με άλλες λεπτομέρειες, θα δημιουργούν τις ιδιαίτερες συνθήκες αμφισβήτησης της ενήλικης αυτονόμησης, άλλων από εμάς.

Στη μοναξιά, η μη-επικοινωνία του συναισθήματος είναι που αποδιοργανώνει την σκέψη, δηλητηριάζει την ψυχοσυναισθηματική αυτοαντίληψη, λέει ψέματα για το «σθένος». Είναι όντως που «δεν έχουμε άνθρωπο»; Πρόσφατα μια μητέρα σε καθεστώς κακοποίησης φώναζε στο τηλέφωνο «δεν έχω άνθρωπο», αρνούμενη ωστόσο στους αστυνομικούς την πρόσβαση στο δωμάτιο του παιδιού της. Στη μοναξιά είναι που η αίσθηση της δύναμης «ακόμα αντέχω» είναι που πνίγει τη φωνή, που σβήνει στα μάτια τον θυμό και που στο τέλος, αποπροσανατολισμένος ο εγκέφαλος σημαίνει συναγερμό, κρίση πανικού! Αν είναι που κάτι μπορώ, είναι φυσικό και κάτι να μην μπορώ. Αν είναι που νιώθω ότι κάποιους τους αγαπώ, είναι που αυτό είναι στόχος και όχι αυτονόητη και αυθόρμητη πραγματικότητα.

Ο φόβος ότι η ομολογία του θυμού θα στερήσει το συναίσθημα αγάπης, έρχεται από εποχές που ταυτίσανε τον θυμό με την οργή της εκδίκησης. Ο θυμός είναι η φυσιολογική απάντηση ότι παραβιάζεται κάτι, ο χώρος μου, η επιθυμία μου, οι συνήθειές μου, μπορεί ακόμα και αυτή η αυτονόητη πεπερασμένη ικανότητά μου να ανταπεξέλθω σε μια δυσκολία. Αν στους αγαπημένους μου προσφέρω έναν σιωπηλά θυμωμένο φροντιστή, είναι που προσφέρω ταυτόχρονα και έναν αυτοκαταστροφικό φροντιστή. Αν στους αγαπημένους μου προσφέρω έναν ανθρώπινα και « σάρκινα» ατελή και ακόμα σε πορεία κατανόησης φροντιστή, τότε επιτρέπεται το όριο, το λάθος, η ανάγκη μου για έρωτα και συντροφικότητα, η ανάγκη μου για διάλειμμα και σωματική απουσία, η ανάγκη μου η ανάγκη τους να μη σταθεί αφορμή και δικαιολογία, για τη δική μου ασθένεια.

Αντίθετα η οργή είναι μια βαθύτερη κατάσταση επιθυμίας όχι να με προστατεύσω, αλλά να καταστρέψω τον άλλον. Συχνά φωλιάζει στον πιο σιωπηλό. Συχνά χτίζεται για χρόνια. Συχνά έχει τέτοια ένταση που είμαστε σίγουρη ότι είναι αποτέλεσμα δίκαιης αγανάκτησης! Συχνά έχει τέτοια ένταση… που η αλήθεια δεν είναι προσβάσιμη για εμάς.

Είμαι σίγουρος ότι ο μεγάλος μου ήρωας έχει ακόμα να εκπλήξει με το προχώρημα και τος νέες αποκαλυπτικές του επιλογές. Μόνο κερδισμένοι έχουν να βγουν και αυτός και οι δικοί του από την ομολογία των συναισθημάτων του. Και μυρίζομαι στον απόηχο της επικοινωνίας μου με τον πονεμένο άνθρωπο, ότι η αίσθηση τρόμου που μας κερνάει ο εαυτός στην κρίση πανικού, συμβαίνει σαν μια ανομολόγητη επιθυμία του εαυτού μας που περιμένει ξανά, στη σημερινή αλήθεια του, να φροντιστεί.

Καλή συνέχεια

Αλέξης Λάππας

Αλέξιος Λάππας