Εκλογίκευση του συναισθήματος

Μία από τις υπόγειες μορφές «κακοποίησης» τόσο για ένα παιδί – έφηβο του 2019 όσο και για έναν ενήλικα που πάντα κουβαλάει μέσα του κάτι από το παιδί που ήταν κάποτε πασχίζοντας να το ενηλικιώσει, είναι η εκλογίκευση του συναισθήματος.

Η νέα γλώσσα του μεταμοντέρνου κόσμου, άγνωστη στις παλιότερες γενιές, με μια μικρή υποψία στις μεταγενέστερες και απαραίτητη για την ουσία της ύπαρξης στις νεότερες, η συναισθηματική επικοινωνία, μας φέρνει υπόλογους μπροστά στην πραγματικότητα του σήμερα.

Μέσα από την επαφή μου με ένα σύστημα που ασχολείται με τον ψυχικό πόνο των παιδιών, στέκομαι στην ανακοίνωση της «θλίψης» ή της «χαμηλής διάθεσης» ενός ανήλικου προσώπου (που δεν έχει ακόμα την ηλικία, δηλ την πληρη ευθύνη για τον εαυτό του). Από το άκουσμα στη συνειδητοποίηση, έχουμε αρχικά να αναρωτηθούμε που στεκόμαστε εμείς, πως το αντιλαμβανόμαστε και πως μεταφράζεται η έννοια της θλίψης μέσα μας, ώστε να μπορέσουμε να μπούμε να συναντήσουμε τον άλλον με τη μορφή της ενσυναίσθησης. Όσο πιο ενήμεροι είμαστε για το δικό μας συναίσθημα τόσο πιο εύκολα θα τον συναντήσουμε.

Η εκλογίκευση από τη μια, η ενσυναισθηση από την άλλη.

Η διαφορα είναι ότι στη μια περίπτωση μπαίνω με την αυστηρότητα, δηλ την υπέρ λογική συνοδευόμενη απ´όλους τους κανόνες που κουβαλάω και με το βλέμμα του δικαστή-κριτή μπαίνω να «κατανοήσω» με λογικές εξηγήσεις αυτό που νοιώθει ο άλλος. Κάτι το οποίο σε μια διεπιστημονική συνάντηση ή σε ένα πολιτικό debate μπορεί να ήταν ένας εύλογος τρόπος.

Στην περίπτωση της ενσυναίσθησης, προαπαιτείται η συνάντηση με το συναίσθημα μου και η υπενθύμιση του με το συνοδό βίωμα ( κλέβοντας από το άμεσο ή μακρινό παρελθόν μου), η διάθεση και ο χώρος να ακούσω και να αφουγκραστώ τον άλλον ως διαφορετικό πρόσωπο και η ενεργητική μου τρισυπόστατη παρουσία. Βγαίνοντας από τον εαυτό μου, θα φύγω και από το αυστηρό βλέμμα, έχοντας την ευκαιρία μέσα από την συνάντηση του άλλου προσώπου να ανοίξω υπερβαινοντας τα όρια μου και εξελίσσοντας τον εαυτό μου.

Ένα τέτοιο επίπεδο κατανόησης θέλει εξάσκηση και ο πιο εύκολος τρόπος είναι μέσα από την επικοινωνιακή σχέση στην αλληλεπίδραση με ένα παιδί, που το χαρακτηρίζει η τρυφερότητα, η αθωότητα και η απλότητα, δίνοντας χώρο για ενεργητική ακρόαση.

Ενεργητική ακρόαση ως μια επικοινωνιακή συνθήκη όπου εγώ (ως ενεργητικός ακροατής), έχοντας καταγράψει και διαχωρίσει το συναίσθημα μου από αυτό του άλλου (έχω την ευθύνη αυτού που νοιωθω) μπαίνω με ερωτήσεις που να ενθαρρύνουν τον συνομιλητή μου να εκφραστεί, ώστε φτιάχνοντας ο ίδιος το αφήγημα του (λογική επεξεργασία με σύντονο συναισθήμα) να βρει τρόπο και τόπο να δώσει το νόημα που του αναλογεί.

Η λογική δεν ακυρώνει το συναίσθημα, ούτε το συναίσθημα υποδαυλίζει τη λογική· τα δυο τους στοχεύουν σε μια λειτουργική συνύπαρξη σε ένα ανθρώπινο σώμα με απώτερο σκοπό τη διατήρηση της ελευθερίας του ως πρόσωπο.

Νίκη Δράγου

Institute