«Όταν ο ενήλικας φροντιστής κατακλύζεται από άγχος, όταν οι αγωνίες του ενήλικου μυαλού γίνουν ο σύμβουλος διαπαιδαγώγησης και όταν στο χιόνι μονομερώς αναγνωρίζεται η ιδιότητά του της ψυχρής θερμοκρασίας και όχι η αίσθηση της θερμής χαράς από το παιχνίδι μαζί του και η δυνατότητα δημιουργίας ενός χιονάνθρωπου, το παιδί αρχίζει να βιώνει τη σχέση με τον ενήλικα ως διεκπεραίωση, ως ανασφαλή επικοινωνία, ως μια πρόταση εξόδου στη ζωή, αναντίστοιχη με τη δική του βούληση και επιθυμία»..
H εφηβεία για το παιδί είναι το βιολογικό δώρο της ζωής σε ένα νέο ανθρώπινο πλάσμα, να μπορέσει να διεκδικήσει και να κατακτήσει κάποια στιγμή τη διαφορετικότητα της μοναδικής του αλήθειας και ελευθερίας. Είναι βιολογικό δώρο γιατί δίνεται ανεξάρτητα από τις συνθήκες που θα επικρατήσουν γύρω του και γιατί θα το βρει δίπλα του ανεξάρτητα από τη θεωρία και την κοσμοαντίληψη που ακολούθησαν οι γονείς του. Ουσιαστικά για πρώτη φορά, δίνεται στο παιδί η δυνατότητα να ομολογήσει ότι γοητεύεται και από πράγματα έξω από αυτά που του είχαν δοθεί στην παιδική του ηλικία.
Η εφηβεία αποτελεί ταυτόχρονα δώρο προς τους γονείς και το οικογενειακό σύστημα και κατ’ επέκταση προς την κοινωνία, γιατί για πρώτη φορά δίνει τη δυνατότητα σε ένα παιδί να τολμήσει με έναν νέο τρόπο να σχετιστεί με εκείνα τα τείχη ασφάλειας και εξάρτησης που του έχουν δοθεί από το οικογενειακό του σύστημα: ενώ ως παιδί σχετιζόταν μαζί τους μέσα από μια παθητική θέση απολαβής, τώρα μπορεί να τολμήσει για πρώτη φορά να τα ραγίσει και να τολμήσει, μέσα από αυτές τις ρωγμές, τις χαραμάδες ή ακόμα και τις τρύπες και διεξόδους που θα δημιουργηθούν στα τείχη, να δει τον άλλο, τον ξένο, αλλά και τον δικό του άλλο εαυτό και τον δικό του νέο πιθανώς ενήλικα εαυτό. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, έχουμε μια διαδικασία στην οποία αξιοποιούνται ξανά τα τείχη, αλλά με μια άλλη μορφή. Τα γκρεμίσματα από αυτά τα τείχη μπορεί να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για μια διεργασία που λέγεται ουσιαστικά αυτονόμηση και τελικά ενηλικίωση…
Να ονειρεύομαι, να ζω
Ποιος είμαι και από πού έρχομαι;
Γιατί γεννήθηκα και τι να την κάνω τη ζωή μου;
Πού να κρύψω, να χωρέσω ή να μοιραστώ την ένταση της επιθυμίας μου για τον άλλο;
Πώς να τολμήσω να εμπιστευτώ τον έρωτα, όταν την ίδια στιγμή θα ζω και θα πεθαίνω;
Τι μου συμβαίνει και η φθορά με αλλοιώνει;
Τα κείμενα του βιβλίου αυτού προσπαθούν να θέσουν τα ερωτήματα και να ανιχνεύσουν τη σύνδεση πίστης, ύπαρξης και σχέσης σε ένα περιβάλλον απώλειας του προσώπου. Χωρίς να υποκύπτουν στην ουτοπία των έτοιμων απαντήσεων, ψηλαφούν την ελπίδα μιας άλλης ζωής, μέσα από την αληθινή ενηλικίωση.