Το Τραύμα του Θεραπευτή
«Καθώς πλησίαζε τα 18 της, η επιθυμία να σπουδάσει ψυχολογία γινόταν κυρίαρχη στη σκέψη και σιγά σιγά κατακτούσε και την ψυχή της. Ήταν κοντά στα Χριστούγεννα πριν τις πανελλήνιες εξετάσεις, που σε ένα ξέσπασμα της μητέρας της για άλλο ένα επαναληπτικό διαγώνισμα χωρίς άριστη βαθμολογία, που αξιοποιώντας σχεδόν αποκλειστικά τον φόβο της από την επιθετικότητα της γονεϊκής φιγούρας, ψέλλισε αμυντικά μια βρισιά για την νομική και το όνειρο των γονιών της να αναλάβει το γραφείο τους. Αυτό ήταν αρκετό για να φρενάρει την ορμητικότητα της μάνας της κι αυτή, θέλεις από σύνεση, θέλεις από απορία, έβγαλε ένα ξέψυχο «και δηλαδή τι θέλεις να σπουδάσεις;». Για κάποιο λόγο η λέξη «ψυχολογία» στην οικογένειά τους ακούγονταν σαν ντροπή. Χωρίς να το ξέρουν, μάνα και κόρη, αυτή η ντροπή για την λέξη που θα ξεστόμιζε σε λίγο η κόρη, ήταν το πιο αληθινό συναίσθημα που μοιράζονταν οι δυο τους· σε ένα σπιτικό που η ιδιωτική λογική το είχε κτίσει, ντύσει και εξοπλίσει, η αναφορά στη λέξη που άρχιζε από το «Ψ», αρκούσε για να αποκαλύψει τα γυάλινα πόδια του γίγαντα. Τις περισσότερες φορές, όταν ένα σύστημα συνειδητοποιεί την πιθανότητα ότι είναι νεκρό (συνήθως από την μυρωδιά του πτώματος στις σχέσεις), προτιμά να απαγορεύσει τις λέξεις που θα αποκάλυπταν την αλήθεια, παρά να βιώσει τον κοινωνικό «εξευτελισμό» στην θεραπεία του. Σπίτια, κοινότητες και κοινωνίες προτιμούν να παραδέρνουν στο ψέμα για αιώνες, παρά να παραδεχτούν πόση σκοτεινιά ποτίσανε τις ερχόμενες γενιές».
Ο Γιούγκ φαίνεται πως χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο «τραυματισμένος θεραπευτής» (wounded healer) για να επισημάνει πως η θεραπεία βασίζεται στην ενσυναισθηματική ικανότητα του θεραπευτή και όχι στις γνώσεις του, στο γεγονός δηλαδή ότι μπορεί να συντονιστεί με το τραύμα του θεραπευόμενου. Αν μάλιστα έχει δουλέψει και το δικό του τραύμα στη δική του θεραπεία, μπορεί να «πάθει» και συμπόνια για το πληγωμένο πλάσμα που έχει μπροστά του και που εξομολογητικά του αποκαλύπτεται. Η ενσυναίσθηση του επιτρέπει την αναγνώριση του συναισθήματος του πάσχοντα ανθρώπου. Η συμπονετική κατανόηση του επιτρέπει να μπει και στα παπούτσια του. Αυτές οι δοκιμασίες έχουν κίνδυνο σοβαρό, να «πάθει» ο θεραπευτής, να αλλοιωθεί οντολογικά του «είναι» του.
Αν δεν συγκινηθεί ο θεραπευτής δεν γεννιέται σχέση. Αν δεν συντονιστεί ο θεραπευτής δεν παράγεται θεραπεία. Αν δεν συναισθανθεί ο θεραπευτής, δεν είναι μαζί οι δυο στον ίδιο ψυχικό χώρο και ταυτόχρονα στο εδώ και τώρα. Αυτό είναι το ένα όριο. Το άλλο είναι πώς και πόσο δικαιούται ο θεραπευτής να γίνει ο εκδηλωτικός συνοδοιπόρος στο πάθος που εκτυλίσσεται στην αίθουσα της θεραπείας. Η «αντιμεταβίβαση» αφορά ακριβώς αυτήν την λεπτομέρεια.
Η θεραπευτική διεργασία (therapeutic alliance) προχωρά με την επιλογή (συνειδητή) του θεραπευτή, να παραχωρήσει τον χώρο στον θεραπευόμενο. Να μην κατακλύσει το δικό του συναίσθημα τον χώρο της θεραπείας. Να μην μιμηθεί δηλαδή τον γονιό που μπροστά στο τραύμα του παιδιού του αποδιοργανώνεται ο ίδιος και το παιδί τρομάζει με τον τρόμο του γονιού και όχι με τον πόνο του τραύματος. Να αντέξει να μείνει εκεί, καθώς αλλοιώνεται, σταθερός στην υπόσχεση ότι η συνεδρία θα ολοκληρωθεί χωρίς κανείς να πεθάνει, βιολογικά και συμβολικά.
Ποιος μπορεί με τέχνη να το πράξει; Ποιος μπορεί ταυτόχρονα να πονά και να θεραπεύει; Αν παγώσει ο θεραπευτής (άμυνα του «χειρούργου» στην ορολογία μας) θα μιλάει για συμπτώματα και φαρμακευτικά σκευάσματα και το ίδιο παγωμένα θα επανέρχεται ο ασθενής, δηλώνοντας ατέλειωτα συμπτώματα ως πιθανές παρενέργειες. Την απουσία της συναισθηματικής διακύμανσης, θα την αντικαταστήσει στην αίθουσα της θεραπείας μια διακύμανση στην δοσολογία των φαρμακευτικών σκευασμάτων και σταδιακά την λογόρροια του ασθενούς, μια πολυφαρμακεία (πολλαπλά σκευάσματα χορηγούμενα για τα ίδια συμπτώματα). Αν από την άλλη ο θεραπευτής ταυτιστεί ανεύθυνα με τον θεραπευόμενο (άμυνα του «ψυχιάτρου») χάνεται η μοναδικότητα της ύπαρξης του ασθενούς, «όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε», «και ποιος στη ζωή του δεν έχει περάσει κατάθλιψη;», και η συζήτηση (όχι θεραπεία) συνεχίζεται με μια αμφισβήτηση των πάντων και φιλικές συμβουλές. Μπορεί ακόμα και να κατέβει σε επίπεδο χυδαίο, και τι είναι μια ερωτική συνεύρεση (μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου) και τι είναι μια τζούρα (χόρτου, δηλαδή ναρκωτικών ουσιών). (Όχι μία αλλά δυο φορές στο παρελθόν, πονεμένα από τις εξαρτήσεις εφηβάκια, αναφέρανε πως κάνανε χόρτο σε γραφεία ψυχολόγων μαζί με τον «θεραπευτή»).
Ακούγεται και είναι δύσκολη η πορεία προς την δημιουργία ώριμης ταυτότητας ενός θεραπευτή. Μοιάζει να μην είναι εμπόδιο η αρχική ψυχοθεραπευτική εκπαίδευση, υπάρχουνε στις ημέρες μας δεκάδες διαφορετικές θεωρίες και εφαρμοζόμενες τεχνικές. Μοιάζει ωστόσο να έχει εγκατασταθεί μια βέβαιη βάση του τι δουλεύει και τι όχι (στις χώρες που η ψυχοθεραπεία είναι θεσμικά κατοχυρωμένη/ όχι στην γεωγραφική μας πατρίδα ωστόσο).
Χωρίς διαρκή προσωπική θεραπεία ο θεραπευτής θα τσαλαβουτά άλλοτε στα δικά του και άλλοτε στου θεραπευόμενου χωρίς να ξέρει τι είναι ποιανού. Θα αναρωτιέται: «είναι ο ασθενής «ανυπόφορος» ή είμαι εγώ ανίκανος να καταλάβω»; «Είναι ο ασθενής «δραματικός» ή έχω μπροστά μου έναν υποψήφιο αυτόχειρα»; Δεν έχει τόσο σημασία αν η προσωπική θεραπεία είναι ατομική, σε ομάδα ή σε ζεύγος. Είναι που παραμένει ανοικτός στην απορία «ποιος είμαι, τι θέλω και πως το θέλω»! Ακόμα και ώριμοι θεραπευτές, από χρόνια «φευγάτοι» από τις δικές τους προσωπικές θεραπείες, καλπάζοντας στην βεβαιότητα της τέχνης τους, γδέρνουν σχεδόν χωρίς να το καταλαβαίνουν, την ελευθερία του άλλου!
Χωρίς στιβαρή εκπαίδευση χάνεται στην πληθώρα των συμπτωμάτων και των εικόνων της σύγχρονης ψυχοπαθολογίας ο ειδικός, πόσο μάλλον ο θεραπευτής! Η έννοια της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης είναι μονόδρομος για τον ενεργό θεραπευτή. Η ανανέωση της γνώσης, όχι η επιβεβαίωση των όσων γνωρίζει. Η επαφή με καινούργιες προτάσεις και όχι η κλειστή σε μορφή σέκτας, εμπειρία-αναμάσημα των όσων είπε ο μικρός θεός, ο λευκός μάγος, ο δάσκαλος και καθοδηγητής μας.
Τρίτο εργαλείο η εποπτεία, η αλάνθαστη διαδικασία ταπείνωσης, η κατάθεση του θεραπευτή σε έναν άλλον της βεβαιότητας αλλά και του αδιεξόδου! Η προστασία του θεραπευόμενου από την αλαζονική εξουσία του καλοπροαίρετου «σωτήρα». Η επιβεβαίωση ότι μόνο «ἀδελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρὰ καὶ ὑψηλή» (Παροιμίες) δηλαδή ότι όταν ο ένας άνθρωπος βοηθά τον άλλον τότε μοιάζουν με πόλη οχυρωμένη (εδώ στην αλαζονεία και την εσφαλμένη προβολή).
Τέταρτο εργαλείο ωρίμανσης του θεραπευτή η ομάδα! Ομάδα συναδέλφων, ομάδα αναστοχασμού, ομάδα – κοινότητα που διασώζει την μοναξιά, την επαγγελματική εξουθένωση (burnout), ομάδα που σέβεται το πρόσωπο του καθένα και ξέρει να επιβραβεύει με όρους αδελφικούς τον αγώνα στην καθημερινότητα, δημιουργώντας παράδειγμα και πρότυπο διαλόγου και δημοκρατίας. Σε μια κοινωνία αυτό-αναφορική, μια ομάδα που ξέρει να αξιοποιεί τη διαφωνία και την παρεξήγηση, γίνεται εργαλείο θεραπείας στις μακροχρόνιες συγγενικές και συναισθηματικές σχέσεις του θεραπευόμενου. Μια ομάδα θεραπευτών που λειτουργεί, δίνει ελπίδα και για τις άλλες ομάδες, την οικογένεια, την σχολική τάξη, την εργασιακή πραγματικότητα των θεραπευομένων.
Κι αν ο θεραπευτής αγωνίζεται για όλα αυτά, πάλι το τραύμα το δικό του θα διατρήσει σχέσεις και τεχνικές και θα σφάλει! Και είναι η συγχώρεση του θεραπευόμενου προς τον θεραπευτή του για το σφάλμα του, που είναι η θεραπεία. Γιατί στην βάση της, η θεραπευτική διεργασία είναι μια διεργασία αγάπης, αγάπης ανθρώπινης, φθαρτής, με προσανατολισμό ωστόσο προς την κατεύθυνση που δίνει ο Erich Fromm και που ελαφρώς παραφράζοντας παραθέτω εδώ, όταν λέει πως «η αγάπη είναι η μόνη ταιριαστή για την πάλη του νου και ικανοποιητική για την πονεμένη ψυχή απάντηση στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης»!
Καλή αναμονή με επεξεργασία, για την Άνοιξη στις ζωές μας.
Αλέξης Λάππας
Turvey Φλεβάρης του ‘24