Το μίσος δεν επιτρέπει στην ελληνική κοινωνία να εξελιχθεί
Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Huffington Post στον σύνδεσμο https://www.huffingtonpost.gr/
Έχουμε να αναζητήσουμε πού χάθηκε η τέχνη του διαλόγου.
Είχα την ευλογία πρόσφατα να παρακολουθήσω ένα σεμινάριο με τον Justin Phipps, ομαδικό ψυχαναλυτή, ο οποίος τα τελευταία χρόνια συμμετέχει σε μια προσπάθεια αναγέννησης της κοινωνίας της Ρουάντα. Ναι, της Ρουάντα, της αφρικανικής χώρας, η οποία το 1994 είχε βιώσει την τραγικότερη γενοκτονία των σύγχρονων ημερών (συνολικά σφαγιάστηκαν πάνω από 1 εκατομμύριο ανθρώπινες ψυχές σε διάστημα 100 ημερών), αν φυσικά μπορεί να υπάρξει σύγκριση ανάμεσα σε τόσο τραγικά γεγονότα, όσο η γενοκτονίες.
Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται έχουμε πολλά να διδαχτούμε ως πολίτες της Ελλάδος, αν θέλουμε να μας καταλάβουμε,από αντίστοιχες προσπάθειες άλλων ανθρώπινων κοινωνιών.
Σε εκείνη λοιπόν την γωνιά της Αφρικής οι μελετητές διαπίστωσαν μια σειρά από παράγοντες που μπορούν να βοηθήσουν ή να δυσκολέψουν, την προσπάθεια μιας κοινωνία να μονιάσει, να φροντίσει τα μέλη της ισότιμα και να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε οι επόμενες γενιές να επιλέγουν ειρηνικότερους τρόπους επίλυσης των διαφορών τους. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος να μην σκεφτώ την αντανάκλαση αυτών των παραγόντων στην δικιά μας, ελληνική σύγχρονη κοινωνία. Και πάνω σε αυτόν τον πειρασμό εξέλιξα μερικές σκέψεις.
Οι σκέψεις αυτές δεν είναι καθόλου έξω από την τρέχουσα επικαιρότητα. Στις κοινωνίες που αρέσκονται στον ιδιωτικό τρόπο ζωής, σοβαρά ζητήματα που έχουν μείνει άλυτα και ασυγχώρητα από τις προηγούμενες γενιές, μπορούν να κουβαλιούνται σαν φορτίο από το ίδιο το άτομο, κυρίως ενδοψυχικά, δημιουργώντας εκείνες τις προϋποθέσεις ώστε η βία και το μίσος να εκφράζονται τοπικά και άμεσα στις διαπροσωπικές σχέσεις και την ενδοοικογενειακή βία. Από τις γυναικοκτονίεςκαι την παιδική κακοποίηση μέχρι τα συγκρουσιακά διαζύγια και την συναισθηματική αποξένωση των ανθρώπων από τον πόνο του άλλου, του ορφανού, του παραμελημένου, του πρόσφυγα, του ξένου, του εξαρτημένου και του «διαφορετικού».
Μας αφορά επίσης η δυνατότητα να δημιουργήσουμε κοινωνία, «να κάνουμε δηλαδή χωριό» μεταξύ μας όπως λέγανε οι παλιοί, γιατί άμεση συνέπεια αυτής της ρήξης στην κοινωνία, είναι η επίπτωση στην ψυχική υγεία του κάθε ένα από μας, μικρού και μεγάλου· από την τραγική καταγραφή της αύξησης των αυτοκτονιών, την αύξηση του άγχους και της κατάθλιψης, μέχρι το καταδιωκτικό συναίσθημα της ανασφάλειας και της μοναξιάς μας, όλες αυτές οι εμπειρίες, άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με αυτήν την μάνα-κοινωνία, της οποίας σχίσαμε την μήτρα, σε τόσα κομμάτια, όσα και οι μοναξιές μας, για να την φάμε!
Το ζήτημα της κατανόησης του ίδιου του πολιτισμού που κουβαλάει μια κοινωνία, φαίνεται να είναι μία ακατέργαστη πρώτη ύλη πάνω στην οποία συναποφασίζουμε οι άνθρωποι, πως θα σχετιστούμε και τι είδους συλλογικότητες μπορούμε να υπηρετήσουμε. Είναι η κουλτούρα μας κάτι στέρεο και απολιθωμένο;
Επιτρέπεται ο δικός μας πολιτισμός να βρίσκεται σε εξέλιξη; Πόσο εύκολα απαιτούμε από πολιτικούς και εκπαιδευτικούς να αλλάξουνε την πορεία της κοινωνίας μας, αν η πίστη μας είναι ότι δεν έχουμε να συναντήσουμε κανέναν άνθρωπο προς τα μπροστά, αλλά αντίθετα πιστεύουμε ότι τα μεγαλεία του πολιτισμού μας αφορούν το παρελθόν, μια εποχή που δεν θα επιστρέψει;
Αν η εποχή στην οποία θα επιθυμούσαμε να ζούμε είναι στο παρελθόν, μόνο στην φαντασίωση μπορούμε να καταφύγουμε. Σε μια ενοχική νοσταλγία ότι προδίδουμε με τη ζωή μας στο σήμερα, αυτά που μας δόθηκαν τότε!
Σχέση ανθρώπων αναπτύσσεται μόνο στην επικοινωνία. Όσο η επικοινωνία μεταξύ μας στιγματίζεται ως αδυναμία, δεν δημιουργούμε τον κατάλληλο χώρο για επεξεργασία. Αν επιτρέπαμε στους ανθρώπους να επικοινωνήσουν τα συναισθήματά τους και τις επιθυμίες τους, στη βάση της προσπάθειας να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον, θα μπορούσαμε πιο εύκολα να μπούμε ο ένας στα παπούτσια του άλλου.
Αν θέλουμε δηλαδή να διατηρήσουμε την πόλωση και τον οπαδισμό, το «κοπάδιασμα» δηλαδή των ανθρώπων σε ελεγχόμενες από κέντρα εξουσίας «ομάδες», έχουμε ως κοινωνία κακόβουλα να διατηρήσουμε την άποψη ότι ο «δυνατός» δεν μιλάει, δεν αποκαλύπτει τον πόνο του, «τα παλικάρια δεν κλαιν»…
Αν μας «συμφέρει» η παραμονή των ανθρώπων σε ένα ακατέργαστο σωματικό επίπεδο, όπου η μόνη ικανοποίηση είναι οι υλικές απολαύσεις και η γρήγορη εκπλήρωση της ηδονής, έχουμε να κλείσουμε το κάθε στόμα που μιλάει αλήθειες, έχουμε να γυμνώσουμε την τέχνη και την σάτιρα από το λόγο, να φτωχύνουμε τον λόγο του δημοσιογράφου (προφορικό ή γραπτό), ώστε να κρυφτεί για πάντα ο ουσιαστικός λόγος που θα μας έκανε «ανθρώπους».
Δίπλα σ’ αυτήν την δυσκολία επικοινωνίας έχουμε να αναζητήσουμε ως ελληνική κοινωνία πού χάθηκε η τέχνη του διαλόγου, που οι πρόγονοι μας καλλιέργησαν με την ίδια τους τη ζωή. Ο τρόπος που εκφράζεται μία «περσόνα» του “star system”, ο μονόλογος στο βίντεο ενός influencer του διαδικτύου, δεν χωράει τον αντίλογο.
Μιλάμε πλέον με statements- δηλώσεις, όπου οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να αποστομώσουν, να αποθαρρύνουν, να κάνουν μια επίδειξη δύναμης και επιβολής, ένα bullying ιδεών στον άλλον. Είναι λιγοστές οι προσωπικότητες ακόμα κι από τον πνευματικό, επιστημονικό, θρησκευτικό ή ακαδημαϊκό χώρο, που αντέχουν σε δημόσιο βήμα το debate και την αμφισβήτηση. Και η αμφισβήτηση έχει ταυτιστεί με την επιθετική αποδόμηση όποιου σχήματος και θεσμού μας ενοχλεί!
Για έναν παιδοψυχίατρο με έντονες κοινωνιολογικές καταβολές, μοιάζει να είναι δεδομένη η διαπίστωση ότι στο παιχνίδι του καταλογισμού ευθύνης για τα δύσκολα σε αυτή την κοινωνία, όποιος δεν σηκώσει ευθύνη ως μέλος ενός θεσμού ή μιας συλλογικότητας, δεν ενδιαφέρεται για το μέλλον μας. Και η εκπαίδευση με τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων, μοιάζει να κρατά μια τεράστια δυνατότητα αλλοίωσης και αλλαγής στην ανάπτυξη του ανθρώπινου προσώπου, από την παιδική μέχρι την ενήλικη ζωή.
Στο σημείο αυτό η ελληνική κοινωνία μοιάζει να δυσκολεύεται να κατανοήσει πως υιοθετώντας μοντέλα εκπαίδευσης κοινωνιών που βασίζονται στην οικονομική τους δύναμη και την βιομηχανική τους αυτάρκεια, αποξενώνουν τους μαθητές από την πραγματικότητα που ζούνε στα σπίτια και στην κοινωνία.
Ενώ είναι πολυπαραγοντικό το ζήτημα πως και γιατί σχεδόν 1 στους 3 σπουδαστές ή φοιτητές δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους, η εμπειρία των ομαδικών ψυχαναλυτών είναι πως η βιωματική εκπαίδευση ενισχύει την κοινωνία των ανθρώπων. Σε αντίθεση η διεκπεραιωτική διδακτική διδασκαλία που βασίζεται σε «παράδοση» ποσότητας/ όγκο ύλης «γνώσης» και αξιολόγηση στην ικανότητα απομνημόνευσής της, δημιουργεί εξειδικευμένους μεν εργάτες και επιστήμονες, που στερούνται ωστόσο την εμπειρία στο πως να συγκροτήσουν (ακόμα και με τους συναδέλφους τους στο επιστημονικό τους αντικείμενο) ομάδα.
Αφήνω για το τέλος του κειμένου δύο σημεία που απαιτούν πολύ αγάπη και δουλειά από πολλούς «για να γυρίσει ο τροχός».
Η ταύτιση της έννοιας της εξουσίας με την φαντασίωση του χαρισματικού ηγέτη, η ανάγκη δηλαδή που συνεχίζουμε να καλλιεργούμε ως κοινωνία, ότι ένας θα μπορούσε να αλλάξει τα πάντα, αντανακλά την απέχθειά μας να αναλάβουμε την ευθύνη και τις αλλαγές που χρειαζόμαστε στην καθημερινή μας ζωή. Προφανώς και δεν θα υπάρξει ποτέ ο «Ένας».
Υπάρχουν ωστόσο πάρα πολλοί που μπορούν να υποσχεθούν ότι θα γίνουν αυτός ο «Ένας» που θέλουμε να ψηφίσουμε. Το μεγάλο θύμα εδώ είναι η δημοκρατία, ακόμα και μέσα από το υπάρχον πολιτικό μας σύστημα. Τα ίδια τα κόμματα πάσχουν από την αδυναμία να δημιουργήσουν και να εμπνεύσουν στόχους και προτάσεις προς εφαρμογή, ανεξάρτητα από το ποιος θα ηγούνταν του κόμματος.
Η ηγεσία δηλαδή είναι το ζητούμενο σε μια εξελισσόμενη κοινωνία, μια διεργασία δηλαδή υπηρέτησης και αυτού του ρόλου από πολλούς, που ταυτόχρονα ζουν τις συνέπειες αυτής της ηγεσίας, το όφελος δηλαδή το κοινωνικό ή τον πόνο, μαζί με όλους τους άλλους.
Ως ελληνική κοινωνία κουβαλάμε ακόμα σε μεγάλο βαθμό ανεπεξέργαστα τα αποτελέσματα όχι μόνο της δικτατορίας και του εμφυλίου πολέμου, αλλά και αυτής της ίδιας της διεργασίας που γέννησε το σύγχρονό μας κράτος. Όσο παραμένει νοσταλγικά πολωμένη η εξιστόρηση των γεγονότων και όσο αρνούμαστε να αποδεχτούμε λάθη και εγκλήματα του παρελθόντος, κληρονομούμε στα παιδιά μας άγνοια και φόβο για τα γεγονότα που καθόρισαν τη σύγχρονη πολιτικοοικονομική πραγματικότητα.
Όσο δεν ερχόμαστε όλοι μαζί σαν μία κοινωνία να συναντηθούμε με αφορμή το κάθε ένα γεγονός, παραμένει στον κάθε έναν μας ο φόβος του «ποιος είμαι» και του «ποιος είναι ποιος». Ένα άγχος για την ταυτότητα των ανθρώπων που μας έφεραν σε αυτή τη ζωή και την δική μας πολιτική και κοινωνική ταυτότητα. Ένα άγχος ότι ακόμα κυβερνιόμαστε από τα φαντάσματα του παρελθόντος· φαντάσματα που εδώ στον δικό μας τόπο «έφαγαν» πολλές ανθρώπινες ψυχές.
Η παράδοση του πολιτισμού μας περιέχει τη μαγιά για ωραία πράγματα. Η έγνοια για τον άλλον, η αλληλοβοήθεια στον κίνδυνο και η αξία του κοινού είναι χαραγμένα στις εμπειρίες, τις ιστορίες και τα αφηγήματα που μας κληροδοτήθηκαν. Ταξιδεύαμε πάντοτε. Συναντούσαμε και κουβαλούσαμε με μοναδικό τρόπο τον κοινό πανανθρώπινο καημό και γνωρίζοντας από πόνο, συντρέχαμε τον πόνο του άλλου. Κοντά σε όλα έχουμε να ξαναδιαβάσουμε το πως φτάσαμε εδώ.
Έχουμε να διαβάσουμε τι σημαίνει στο σήμερα η κάθε ιστορία που αποτελεί έμπνευση αλλά και δικαιολογία μας. Έχουμε να ξαναμιλήσουμε για την πίστη και τις πεποιθήσεις μας. Αυτός ο κόσμος συνεχίζει να κινείται. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στην παγκόσμια πνευματική κληρονομιά, κομμάτι της οποίας είναι οι αγώνες και της δικής μας κοινωνίας.
Δώστε σε όλους μας τη δυνατότητα να ξανα-γνωριστούμε. Έχουμε κάτι να χάσουμε φυσικά. Έχουμε να χάσουμε την ψευδαίσθηση ότι δεν αφορούν εμάς, αυτά που τρέχουν στις ειδήσεις. Και έχουμε να κοπιάσουμε για πολλά. Το δώρο του κόπου θα είναι μεγάλο. Μια αληθινή πρόσβαση στην ειρηνική συμβίωση.